Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Κάτω από στάχτη και πάγο



 «Ένας τόπος παράξενος.-μια χώρα που δεν συμβαδίζει πολιτικά και πολιτιστικά με τις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες. Στην επιφάνεια, φαίνεται να είναι ειδυλλιακή, καθαρή, ασφαλής και ήσυχη σε αξιοσημείωτο βαθμό, αλλά κάτω από το λαμπερό περίβλημα υπάρχει κάτι που θυμίζει φωλιά αρουραίων σε αναταραχή».[i] Με αυτά τα λόγια περιγράφει την Ισλανδία ο Quentin Bates,  Βρετανός συγγραφέας που τοποθετεί τα αστυνομικά του μυθιστορήματα στην Ισλανδία. 

Η Ισλανδία βρίσκεται ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αμερική, όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και πολιτιστικά. Where Europe meets America, Εκεί όπου η Ευρώπη συναντά την Αμερική, αυτό είναι άλλωστε το κεντρικό σλόγκαν που διαβάζουμε στον επίσημο διαδικτυακό τόπο της χώρας. Μια νεαρή νησιωτική χώρα, με πληθυσμό μικρότερο του μισού εκατομμυρίου, μοναδική γεωλογία και γεωγραφία, η Ισλανδία έχει δεχτεί επιρροές τόσο από τις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες όσο και από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Αν και επισήμως ουδέτερη, η Ισλανδία στάθηκε δίπλα στη Βρετανία και στις ΗΠΑ κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Βρετανία δημιούργησε άλλωστε εκτεταμένες στρατιωτικές βάσεις στην Ισλανδία στις αρχές του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, τις οποίες από τον καλοκαίρι του 1941 ανέλαβαν οι δυνάμεις των ΗΠΑ. Τότε οι χιλιάδες αμερικανών στρατιωτών που στρατοπέδευσαν για μεγάλο διάστημα στη χώρα, αναστάτωσαν και γοήτευσαν τους απομονωμένους Ισλανδούς και ιδιαίτερα τις νεαρές γυναίκες. Πολλές από αυτές απέκτησαν παιδιά με τους στρατιώτες και η αλληλεπίδραση με τους Αμερικανούς σφράγισε την ισλανδική κοινωνία μέχρι και σήμερα.
                Η Ισλανδία είναι ένας τόπος άγνωστος. Η πραγματική Ισλανδία δεν είναι ορατή στον επισκέπτη, αλλά κρύβεται από ένα πλαστό τουριστικό επικάλυμμα. Ο ήρωας των αστυνομικών μυθιστορημάτων του Άρναλδουρ Ινδρίδασον,  Έτλεντουρ, μας χαρίζει μερικές πνευματώδεις σκέψεις του σχετικά με την εικόνα που θέλει να δείξει η Ισλανδία προς τα έξω. Στο, αμετάφραστο στα ελληνικά, μυθιστόρημα Voices, ο Έτλεντουρ παρατηρεί τα σουβενίρ σε ένα τουριστικό κατάστημα, προϊόντα από δέρμα φώκιας και αλεπούς, εικόνες από φάλαινες που κολυμπάν κοντά στις ακτές, μικρογραφίες αρχαίων θεών. Τότε ομολογεί ότι «σκέφτηκε να αγοράσει ένα αναμνηστικό αυτής της ιδιαίτερης Τουρίστο-Ισλανδίας που υπάρχει μόνο στο μυαλό των εύπορων ξένων επισκεπτών, αλλά δεν μπορούσε να εντοπίσει τίποτα αρκετά φθηνό».[ii]
Ακόμα και η ύπαρξη της ισλανδικής αστυνομικής λογοτεχνίας είναι ένα παράδοξο. Η Ισλανδία είναι ίσως μία από τις ειρηνικότερες χώρες παγκοσμίως, μια χώρα όπου το έγκλημα είναι σπάνιο και ακόμα και ο στρατός και η αστυνομία είναι άοπλοι. Είναι συχνό να περάσει ένας ολόκληρος χρόνος χωρίς να σημειωθεί ούτε ένας φόνος. Επιπλέον, το ίδιο το μυθιστόρημα είναι πολύ πρόσφατο φαινόμενο στη χώρα καθώς το πρώτο μυθιστόρημα γραμμένο στα ισλανδικά θεωρείται ότι δημοσιεύτηκε μόλις το 1850.  Ωστόσο, είναι γνωστό ότι σήμερα Ισλανδοί διαβάζουν αξιοσημείωτα πολύ, ενώ παράλληλα εξασκούν με επιτυχία όλα τα λογοτεχνικά είδη. Αναμφίβολα, το σημαντικότερο εξαγώγιμο λογοτεχνικό προϊόν τους είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι με μια αναζήτηση στη biblionet.gr έργων μεταφρασμένων στα ελληνικά από την ισλανδική γλώσσα, ανάμεσα στα δώδεκα αποτελέσματα που εμφανίζονται τα έξι ανήκουν στην κατηγορία των αστυνομικών μυθιστορημάτων. 
Η ισλανδική αστυνομική λογοτεχνία έχει έναν βασιλιά και μια βασίλισσα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλοι αξιόλογοι συγγραφείς που το έργο τους περνά τα σύνορα της Ισλανδίας. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει δύο μυθιστορήματα του Άρναλδουρ Ινδρίδασον και αντίστοιχα τρία μυθιστορήματα της Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ, αλλά και ένα ιδιαίτερο νουάρ μυθιστόρημα του Άρνι Θοράρινσον.

Ανάμεσα στο σήμερα και το χτες
Ο Άρναλδουρ Ινδρίδασον είναι παγκοσμίως γνωστός για τη σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων με πρωταγωνιστή τον μεσήλικα επιθεωρητή Έτλεντουρ. Ο Έτλεντουρ είναι ένας άντρας  μοναχικός και μελαγχολικός. Όταν γυρνά στο σπίτι δεν τον περιμένει τίποτα, «μόνο η μισοχαλασμένη τηλεόραση, μια πολυθρόνα, ένα φθαρμένο χαλί, περιτυλίγματα από έτοιμα γεύματα στην κουζίνα και ολόκληροι τοίχοι γεμάτοι βιβλία που διάβαζε μες στην μοναξιά του».[iii] Ο επιθεωρητής εγκατέλειψε τη γυναίκα του όταν τα δύο παιδιά τους ήταν ακόμα νήπια και έχασε την επαφή μαζί τους μέχρι που εκείνα τον έψαξαν ξανά. Οι οικογενειακή του ζωή συνοψίζεται στις περιστασιακές συναντήσεις του με την κόρη του Εύα Λιντ. Στην αρχή της Φορμόλης μας τη συστήνει:
«Η Εύα Λιντ φορούσε σκισμένο μπλουτζίν και ένα μαύρο δερμάτινο μπουφάν μοτοσικλετιστή. Τα μαλλιά της ήταν κοντά και κατάμαυρα. Δύο ασημένια κρικάκια ήταν περασμένα στο δεξί της φρύδι και ένας ασημένιος σταυρός κρεμόταν από το αυτί της. Κάποτε είχε μια υπέροχη, αστραφτερή οδοντοστοιχία, τα σημάδια όμως είχαν αρχίσει να διακρίνονται και εκεί: όταν χαμογελούσε πλατιά, διαπίστωνες ότι της έλειπαν δύο δόντια στο πίσω μέρος της άνω γνάθου. Ήταν πολύ αδύνατη, με τραβηγμένο πρόσωπο και μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια.»[iv]
Η Εύα Λιντ είναι ναρκομανής και ο τρόπος ζωής της αυτοκαταστροφικός. Ο Έτλεντουρ προσπαθεί να την προστατέψει αλλά δεν τολμά να παρέμβει δυναμικά, καθώς έχει ενοχές ότι η συμπεριφορά του ως πατέρα οδήγησε την κόρη του εκεί. Ο κόσμος των ναρκομανών απασχολεί τον Ινδρίδασον στα βιβλία του. Ψάχνοντας την συχνά εξαφανισμένη Εύα Λιντ, ο επιθεωρητής επισκέπτεται τις τρώγλες όπου ζει κατά καιρούς εκείνη και γνωρίζει τους ανθρώπους που συναναστρέφεται. Ο αναγνώστης σχηματίζει τελικά μια ολοκληρωμένη εικόνα του αναπάντεχα σκοτεινού υπόκοσμου του Ρέικιαβικ.
Αυτό που φαίνεται να ενδιαφέρει περισσότερο τον Ινδρίδασον να αναδείξει μέσα από τα κείμενά του είναι ο προβληματισμός για την ιστορία της Ισλανδίας αλλά και για τις μεγάλες αλλαγές που έχει υποστεί η χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Η αντιπαράθεση της παλιάς και της νέας Ισλανδίας είναι ένα σταθερό μοτίβο. Για τον Barry Forshaw, το βρετανό ειδικό της αστυνομικής λογοτεχνίας, ο Ισλανδός συγγραφέας προκρίνει τα κοινωνικά ζητήματα, δίνοντας έμφαση στη επιρροή του Ψυχρού Πολέμου. Επιχειρεί μια ανασκόπηση του ισλανδικού παρελθόντος και των ιδεολογικών ματαιώσεων της γενιάς του.[v] Αυτό δε σημαίνει ότι η αλλαγή της ζωής στην Ισλανδία αφορά τον Ινδρίδασον και μόνο, αλλά είναι για αυτόν πρωτεύων ζήτημα. Η Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ σχολιάζει και αυτή σε ορισμένα σημεία τη μεταμόρφωση της Ισλανδίας. Χαρακτηριστικά στην Έκρηξη, η Θόρα, η ηρωίδα των μυθιστορημάτων της Σιγκουρδαρντότιρ, που βρίσκεται σε ένα μικρό νησί για της ανάγκες της υπεράσπισης του πελάτη της, ξαφνιάζεται καθώς  η κοινότητά του της θυμίζει «την Ισλανδία του παλιού καιρού- την εποχή πριν από την εμφάνιση των μεγαλοκαρχαριών της οικονομίας, όταν σχεδόν δεν υπήρχαν ταξικές διαφορές και οι πλουσιότεροι άνθρωποι ήταν οι φαρμακοποιοί».[vi]
Ο Ινδρίδασον επιλέγει να εικονογραφήσει τη νέα Ισλανδία προσωποποιώντας την στο χαρακτήρα του συνεργάτη του επιθεωρητή Έτλεντουρ, Σίγουρδουρ Όλι. Ψηλός και όμορφος, απόφοιτος εγκληματολογίας, ο Σίγουρδουρ Όλι είναι ένας αστυνομικός του μέλλοντος. Τον συνάδελφο του Έτλεντουρ ενδιαφέρουν τα ταξίδια, οι ανέσεις, τα ακριβά έπιπλα και ρούχα και η πένα του Ινδρίδασον δεν είναι καθόλου επιεικής μαζί του. Η Katrin Jakobsdottir σε ένα άρθρο για την εθνική ταυτότητα στο ισλανδικό αστυνομικό μυθιστόρημα σχολιάζει ότι  ο Σίγουρδουρ Όλι «σατιρίζεται σταθερά. Παρόλο που είναι μοντέρνος, εξοικειωμένος με τις νέες τεχνολογίες και μαυρισμένος, είναι επίσης στενόμυαλος και άγαρμπος στις διαπροσωπικές του σχέσεις και δεν καταλήγει να είναι καλύτερος αστυνομικός ή άνθρωπος από τον Έτλεντουρ».[vii]
Οι υποθέσεις που παθιάζουν τον Έτλεντουρ δεν είναι εγκλήματα του σήμερα. Στην Σιωπή του τάφου προσπαθεί να ανακαλύψει τα μυστικά ενός μυστηριώδους πτώματος που βρίσκεται θαμμένο στα θεμέλια μιας οικοδομής στα νέα προάστια του Ρέικιαβικ. Στη Φορμόλη η δολοφονία ενός άντρα οδηγεί σε αποκαλύψεις εγκλημάτων που έγιναν σαράντα χρόνια πριν. Το χθες τον αφορά:
«Ο Έτλεντουρ είχε διαβάσει κάποτε ότι το παρελθόν ήταν μια άλλη επικράτεια, και αυτό το καταλάβαινε. (…) Ωστόσο δεν ήταν διατεθειμένος να διαγράψει το παρελθόν».[viii]
Η λύση της υπόθεσης δεν πρόκειται να οδηγήσει κάποιον επικίνδυνο εγκληματία στη φυλακή αλλά μάλλον να επιφέρει τη δικαιοσύνη, να διορθώσει λάθος εκτιμήσεις του παρελθόντος, να δικαιώσει τους αδικημένους. Στη Φορμόλη, ο Έτλεντουρ λέει κατηγορηματικά στους συνεργάτες του:
«Ο φόνος είναι φόνος. (…) Δεν έχει σημασία πριν από πόσα χρόνια έγινε. Αν είναι φόνος πρέπει να μάθουμε τι συνέβη, ποιόν σκότωσαν και γιατί και ποιος ήταν ο δολοφόνος».[ix]
Ο Ινδρίδασον διαπλέκει με αριστοτεχνικό τρόπο την προσωπική ζωή των ηρώων του με την πορεία της έρευνας. Τα προσωπικά προβλήματα του επιθεωρητή λειτουργούν άλλοτε ως καύσιμο και άλλοτε ως τροχοπέδη για την επίλυση της υπόθεσης που έχει αναλάβει, ενώ παράλληλα οι κρυμμένες ιστορίες που αποκαλύπτονται με τη λύση του αινίγματος τον κάνουν να προβληματίζεται για τις δικές του επιλογές και τον τρόπο που ζει τη ζωή του. Στη Σιωπή του τάφου θα φτάσει να ομολογήσει στην κόρη του που βρίσκεται σε κώμα την κρυφή του ενοχή για την εξαφάνιση του αδερφού του σε μια χιονοθύελλα όταν ήταν μικρός. Ο Έτλεντουρ «πολεμούσε ενάντια σε αυτή τη χιονοθύελλα σ’ όλη του τη ζωή, και το μόνο που έκανε το πέρασμα του χρόνου ήταν να τη δυναμώνει».[x] Είναι μια ιστορία που τον στοιχειώνει και η προσπάθεια να λύσει το αίνιγμα μια άλλης εξαφάνισης θα λειτουργήσει για αυτόν λυτρωτικά. Με την αποκάλυψη αυτή εξηγείται και το πάθος του Έτλεντουρ για ιστορίες εξαφανίσεων και επιβίωσης ανθρώπων στην άγρια φύση της Ισλανδίας.
Ο ίδιος ο Έτλεντουρ κατάγεται από αυτήν ακριβώς την άγρια ισλανδική επαρχία. Για αυτόν το Ρέικιαβικ είναι «μια σύγχρονη πόλη που είχε κατακλυστεί από ανθρώπους που δεν ήθελαν να ζουν πια στην επαρχία (…) και είχαν έρθει στην πόλη για να φτιάξουν μια νέα ζωή, αλλά είχαν χάσει τελικά τις ρίζες τους και είχαν απομείνει χωρίς παρελθόν και με ένα αβέβαιο  μέλλον». Για τον επιθεωρητή Έτλεντουρ, οι ρίζες των ανθρώπων είναι οι ιστορίες τους, οι αφηγήσεις τους για τις ζωές των ανθρώπων που έζησαν και ζούνε γύρω τους. Αφηγήσεις για γέννες, θανάτους και εξαφανίσεις σε διαδρομές μέσα σε αφιλόξενα τοπία. Αυτή είναι η σύνδεση με το παρελθόν που χάνεται όταν κάποιος έρχεται από το χωριό του στην πρωτεύουσα.  Ο ίδιος ο ήρωας του Ινδρίδασον ομολογεί ότι στο Ρέικιαβικ «ένιωθε πάντα ξένος».[xi]

Βαθιά θαμμένα μυστικά
Η Θόρα, η ηρωίδα των μυθιστορημάτων της Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ, δεν είναι αστυνομικός αλλά δικηγόρος και μάλιστα χωρισμένη μητέρα δύο παιδιών. Η προσπάθειά της να συνδυάσει καριέρα και οικογενειακή ζωή δεν στέφεται πάντα από επιτυχία και συχνά η μαγειρική της δραστηριότητα δεν ξεπερνά την αγορά κατεψυγμένων γευμάτων. Η Σιγκουρδαρντότιρ, πολιτικός μηχανικός και πολυβραβευμένη συγγραφέας παιδικών βιβλίων, είναι και εκείνη μητέρα δύο παιδιών. Γράφοντας επιπλέον σε μια χώρα στην οποία οι δείκτες ισότητας των φύλων είναι εξαιρετικά υψηλοί, είναι αναμενόμενο να δημιουργήσει έναν θηλυκό λογοτεχνικό χαρακτήρα τόσο δυναμικό όσο είναι η Θόρα.
Αν ο Ινδρίδασον επιμένει να διερευνά το θέμα της εθνικής ταυτότητας και του παρόντος της Ισλανδίας, την Σιγκουρδαρντότιρ ενδιαφέρουν περισσότερο οι μύθοι και οι θρύλοι της ισλανδικής κοινωνίας αλλά και γεγονότα σταθμοί της εθνικής ιστορίας. Στον Κύκλο του κακού επαναφέρει το κυνήγι μαγισσών ενώ στην Έκρηξη τοποθετεί την υπόθεση στην υπό ανασκαφή Πομπηία του Βορρά. Πρόκειται για την –πραγματική- προσπάθεια των αρχαιολόγων για να αποκαλυφθούν κάποια από τα σπίτια που σκεπάστηκαν από λάβα και στάχτη όταν το 1973 εξερράγη το ηφαίστειο στο νησί Heimaey και το νησί εκκενώθηκε μέσα σε μια νύχτα. Στο μυθιστόρημα που λαμβάνει χώρα στο νησί, την Έκρηξη, η Θόρα θα ασχοληθεί ακόμη με τον περίφημο Πόλεμο του Μπακαλιάρου μεταξύ Ισλανδίας και Βρετανίας που έλαβε χώρα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970. Η σύγχρονη πολιτική δεν έχει θέση στα βιβλία της. Η ίδια λέει ότι δεν αξίζει να ασχοληθεί με την ισλανδική πολιτική σκηνή, τη βρίσκει «πραγματικά βαρετή-και γελοία. Είναι αρκετό να είναι αναγκασμένος κανείς να έχει αυτή την κατάσταση να επικρέμεται πάνω από το κεφάλι του σαν ένα βαρύ σύννεφο που σκιάζει την καθημερινή ζωή».[xii]
Η Ισλανδή συγγραφέας προτιμά να φέρνει στο προσκήνιο λιγότερο λαμπερά αλλά πιο ουσιαστικά ζητήματα, όπως η ανορεξία, πρόβλημα που αγγίζει στην Έκρηξη. Η μικρή Τίνα, καρπός μιας σχέσης χωρίς αγάπη, πάσχει από ανορεξία και η περιγραφή της ψυχολογίας και των σκέψεων της ασθενούς είναι τόσο ρεαλιστική που γίνεται αφόρητη για τον αναγνώστη. Όπως και ο  Ινδρίδασον όταν ασχολείται με το πρόβλημα των ναρκωτικών, έτσι και η Σιγκουρδαρντότιρ φαίνεται να ανησυχεί για την κατάσταση της οικογένειας και των προσωπικών σχέσεων στην Ισλανδία. Η Θόρα έχει ένα διαλυμένο γάμο, ο Έτλεντουρ το ίδιο, ενώ η Εύα Λιντ είναι έγκυος από έναν άγνωστο άντρα.
Είναι κοινός τόπος στη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία η διερεύνηση της σχέσης γονέων και παιδιών. Η πατρότητα είναι ένα θέμα που επανέρχεται συνεχώς στα μυθιστορήματα του σουηδού Άρνε Νταλ ενώ στα Οικογενειακά Μυστικά της ομοεθνούς του Καμίλα Λάκμπεργκ όλη η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από τη μητρότητα. Στη Σιωπή του τάφου, ο Έτλεντουρ, με τη σειρά του, εκθέτει τους προβληματισμούς του:
«Σκέφτηκε τα παιδιά που δεν γνωρίζουν ποτέ ουσιαστικά τους γονείς τους, δεν μαθαίνουν ποτέ τι άνθρωποι είναι πραγματικά. Γεννιούνται όταν οι γονείς τους βρίσκονται στα μισά της ζωής τους και δεν έχουν ιδέα ποιοι είναι. (…) Δεν ανακαλύπτουν ποτέ τα κοινά και ξεχωριστά μυστικά τους (…). Αναλογίστηκε πώς καταφέρνουν οι γονείς να κρατούν τα παιδιά τους σε απόσταση μέχρι που απομένει μόνο μια επίκτητη ευγενική συμπεριφορά, με μια τεχνητή ειλικρίνεια που πηγάζει από την κοινή εμπειρία μάλλον παρά από πραγματική αγάπη.»[xiii]
Η κριτική του Ινδρίδασον απευθύνεται ως ένα βαθμό στην αναποτελεσματικότητα των κοινωνικών υπηρεσιών  και του ίδιου του κοινωνικού συνόλου που αφήνουν ναρκομανείς να μεγαλώνουν μικρά παιδιά ή βίαιους άντρες να κακοποιούν επανειλημμένα την οικογένειά τους. Η φυσική η σεξουαλική βία κατά των γυναικών είναι στην ουσία το έγκλημα στα δύο μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία του Ινδρίδασον αλλά και στην Έκρηξη της Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ, όπου ο κύκλος της βίας ξεκινάει με το βιασμό μίας έφηβης που θα αναγκαστεί να “θυσιαστεί” για την οικογένειά της. Στη Σιωπή του τάφου, η Μάργκριετ,  θύμα πολύχρονης οικογενειακής βίας, μας αποκαλύπτει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, καθώς παραιτείται από κάθε ελπίδα λύτρωσης:
«Ντρεπόταν που την έδερνε και την ξυλοκοπούσε εκεί που δεν το περίμενε. (…) Ντρεπόταν για τη ζωή που ζούσε, που σίγουρα θα ήταν ακατανόητη στους άλλους, εξευτελιστική. (…) Ήταν αναγκασμένη να υπομένει την κακομεταχείριση του. Για κάποιο λόγο αυτός ήταν το πεπρωμένο της, ένα πεπρωμένο απόλυτο και αμετάβλητο.»[xiv] 
               Στην Ισλανδία τα μυστικά είναι θαμμένα βαθιά. Κάτω από στρώσεις πάγου και ηφαιστειακής τέφρας ή πίσω από τη μάσκα της ευτυχισμένης οικογένειας κρύβονται φριχτές ιστορίες βίας και καταπίεσης. Η αστυνομική έρευνα  του επιθεωρητή Έτλεντουρ ή αυτή της δικηγόρου Θόρα, θυμίζει ανασκαφή και φέρνει στο νου τον αρχαιολόγο Σκάρπχιεδιν στη Σιωπή του τάφου για τον οποίο «η ανασκαφή ήταν μια ιερή τελετουργία κατά την οποία το έδαφος έπρεπε να αφαιρεθεί σε διαδοχικά στρώματα μέχρι να βγει στο φως το ιστορικό που υπήρχε κρυμμένο από κάτω και να αποκαλυφθούν όλα τα μυστικά».[xv]

ΙΣΛΑΝΔΙΚΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Άρνι Θοράρινσον. Ο καιρός της μάγισσας. Μτφρ. Χαρά Κατσέλα. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 2010
Άρναλδουρ Ινδρίδασον . Φορμόλη: Έγκλημα και μυστήριο στο Ρέικιαβικ. Μτφρ. Έφη Τσιρώνη. Αθήνα : Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη, 2007
Άρναλδουρ Ινδρίδασον. Η σιωπή του τάφου. Μτφρ. Γιώργος Μπαρουξής. Αθήνα : Εκδόσεις Μεταίχμιο,2012
Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ. Ο κύκλος του κακού. Μτφρ. Βασίλης Καραγιώργος. Αθήνα : Εκδόσεις Διήγηση, 2006
Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ. Οι χαμένες ψυχές. Μτφρ. Μαρία Μπεζαντάκου. Αθήνα : Εκδόσεις Διήγηση, 2009
Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ. Η έκρηξη. Μτφρ. Αρετή Κοντογιώργη. Αθήνα : Εκδόσεις Διήγηση, 2010
Ελένη Παπαγεωργίου
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο The Books' Journal Ιανουαρίου 2013)


[i] Forshaw, Barry. Death in a cold climate.  A guide to Scandinavian crime fiction. Basingstoke και Νέα Υόρκη,  2012. σ. 128
[ii] Ινδρίδασον, Άρναλδουρ. Voices. Λονδίνο: Harvill, 2006, σ. 185.  Η μετάφραση του αποσπάσματος είναι της γράφουσας.
[iii] Ινδρίδασον, Άρναλδουρ. Η σιωπή του τάφου. Μτφρ. Γιώργος Μπαρουξής. Αθήνα : Εκδόσεις Μεταίχμιο,2012, σ. 37
[iv] Ινδρίδασον, Άρναλδουρ. Φορμόλη: Έγκλημα και μυστήριο στο Ρέικιαβικ. Μτφρ. Έφη Τσιρώνη. Αθήνα : Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη, 2007, σ. 29
[v] Death in a cold climate, ό.π., σ. 135
[vi] Σιγκουρδαρντότιρ, Ίρσα. Η έκρηξη. Μτφρ. Αρετή Κοντογιώργη. Αθήνα : Εκδόσεις Διήγηση, 2010, σ. 88
[vii] Jakobsdottir, Katrin. “Meaningless Icalanders: Icelandic Crime Fiction and Nationality”. Scandinavian Crime Fiction. Επιμ. Andrew Nestingen και Paula Arvas. Cardiff: University of Wales Press, 2011, σ. 55
[viii] Φορμόλη. ό.π., σ. 87
[ix] Η σιωπή του τάφου, ό.π., σ. 79
[x] ό.π., σ. 274
[xi] ό.π., σ. 49
[xii] Death in a cold climate, ό.π., σ. 137
[xiii] Η σιωπή του τάφου, ό.π., σ. 156
[xiv] ό.π., σ. 65
[xv] ό.π., σ. 67

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

«Ελευθερία είναι για μας η μετανάστευση»



Μετά τα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια και την Περαίωση, ο Πέτρος Μάρκαρης κλείνει την Τριλογία της Κρίσης του με το μυθιστόρημα Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία. Με τα τρία μυθιστορήματα ο συγγραφέας αποπειράται να χαρτογραφήσει την Ελλάδα της κρίσης ενόσω αυτή εξελίσσεται.
Αυτή τη φορά τοποθετεί την υπόθεσή του στο εγγύς μέλλον. Είναι οι πρώτες μέρες του σωτήριου έτους 2014 και η Ελλάδα έχεις μόλις επιστρέψει στη δραχμή, μαζί με την Ισπανία και την Ιταλία. Τους παλλαϊκούς πανηγυρισμούς το βράδυ της παραμονής Πρωτοχρονιάς στην Πλατεία Συντάγματος, διαδέχεται η ψυχρολουσία της στάσης πληρωμών και η ωμή πραγματικότητα μιας χώρας διχασμένης.  Η μετάβαση δεν είναι εύκολη για κανέναν, ούτε για τον Αστυνόμο Κώστα Χαρίτο που σχολιάζει εύγλωττα ότι «εδώ μιλάμε για μετακόμιση από μονοκατοικία σε γκαρσονιέρα».
Η ανακάλυψη του νεκρού σώματος ενός επιτυχημένου εργολάβου στις λεηλατημένες ολυμπιακές εγκαταστάσεις σημαίνει συναγερμό στην Γενική Αστυνομική Διεύθυνση. Ο Αστυνόμος Χαρίτος και η ομάδα του, εν μέσω στάσης πληρωμών και κάτω από την πίεση του προϊσταμένου Γκίκα που μάταια αναζητά πολιτική κάλυψη στην υπηρεσιακή κυβέρνηση, αναζητούν τον δολοφόνο . Μόνο κλειδί το μήνυμα που αφήνει ως ήχο κλήσης στο κινητό του νεκρού: «Εδώ Πολυτεχνείο. Εδώ Πολυτεχνείο. Σας μιλά ο σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων. Ψωμί, παιδεία, ελευθερία.» Όσο το σχέδιο των δολοφονιών προχωράει, με το φόνο ενός πανεπιστημιακού και ενός συνδικαλιστή, το μήνυμα συμπληρώνεται: «Ψωμί δεν έχουμε. Παιδεία δεν έχουμε. Ελευθερία είναι για μας η μετανάστευση».
Ο Χαρίτος βρίσκεται να ανασκάπτει την πορεία των πρώην αγωνιστών του Πολυτεχνείου από τον αντιδικτατορικό αγώνα στην επιτυχία. Ήδη από τα πρώτα τρία αστυνομικά του μυθιστορήματα (Νυχτερινό Δελτίο, Ο Τσε Αυτοκτόνησε, Άμυνα Ζώνης), το συγγραφέα προβληματίζει η συμμετοχή αγωνιστών του Πολυτεχνείου στις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις. Ο Χαρίτος,  που τους γνώρισε από τη θέση του αστυνομικού κατά τη διάρκεια της Χούντας, δεν τους εμπιστεύεται. Ο Μάρκαρης δύο δεκαετίες μετά την πτώση της δικτατορίας, εκφράζει την απογοήτευσή του από τη νέα δημοκρατική Ελλάδα. Ο συγγραφέας και ο ήρωάς του δεν είναι μόνοι τους. Στην Ισπανία, ο Καρβάλιο δυσκολεύεται να αποδεχθεί την εμπλοκή πρώην κομμουνιστών  στα Ολυμπιακά Έργα, ενώ  στην Ιταλία ο Μονταλμπάνο εκπλήσσεται από την νέα γενιά τραπεζιτών και επιχειρηματιών της οποίας πρωτοστατούν πρώην σύντροφοί του στο Μάη του 1968.
Στο Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία τα παιδιά της γενιάς του Πολυτεχνείου στέκονται απέναντι στους γονείς τους. Είναι οι άνεργοι μορφωμένοι νέοι που βλέπουν καθαρά ότι, όπως και στην εκκλησία,  «στην ιεραρχία του Πολυτεχνείου ξεκινούσες από απλός αντιστασιακός για να φτάσεις επιχειρηματίας, πανεπιστημιακός ή κλαδικό στέλεχος». Θέλουν να τιμωρήσουν τη γενιά «του απόλυτου ναρκισσισμού», τη γενιά που, αντίθετα με τη δική τους ή αυτή των παππούδων τους, «εισέπραξε και εισπράττει ακόμα».
Ωστόσο, την απάντηση του αινίγματος ο Χαρίτος δεν θα τη βρει σε ιδεολογίες ή στο παιχνίδι της οικονομίας και της πολιτικής. Για τον Μάρκαρη, αυτό που γεννά το έγκλημα είναι η ανθρώπινη εμπάθεια και τα συναισθηματικά τραύματα στα πλαίσια οικογενειακών ή φιλικών σχέσεων. Τραύματα που κουβαλάμε όλοι αλλά ορισμένους τους ξεπερνούν.
Στα περιθώρια της έρευνας βλέπουμε εικόνες μιας χώρας που αγωνίζεται να επινοήσει νέες τεχνικές επιβίωσης. Η ακροδεξιά είναι πλέον υπολογίσιμη απειλή της τάξης και της ασφάλειας, με τους οπαδούς της Χρυσής Αυγής να λειτουργούν περίπου όπως τα Τάγματα Εφόδου της μεσοπολεμικής Γερμανίας της δεκαετίας του ’30 του Φίλιπ Κερρ στη δική του Τριλογία του Βερολίνου. Άσυλα για νεοάστεγους, εναλλακτικά γραφεία ευρέσεως εργασίας για νέους, το διαδικτυακό Ράδιο Ελπίδα που στήνει η κόρη του Χαρίτου, η Κατερίνα, είναι δείγματα γραφής της Ελλάδας που μπορεί να χαρίσει και πάλι αισιοδοξία.
Η κοινωνικοπολιτική κριτική στην Τριλογία της Κρίσης είναι πλέον πολυφωνική. Χαρακτήρες λιγότερο ή περισσότερο σημαντικοί αφηγούνται ιστορίες οικονομικής κατάρρευσης και δυσχερειών, σχολιάζουν και δίνουν εξηγήσεις για τα τεκταινόμενα. Ο Μάρκαρης προσθέτει στο θίασό του τον Γερμανό Ούλι, που αναλαμβάνει να κλονίσει τις πολύ αρνητικές προκαταλήψεις της οικογένειας του Χαρίτου προς το έθνος του.


Ο Χαρίτος σε χαλεπούς καιρούς
Γιος ενωμοτάρχη, ο Χαρίτος δεν επέλεξε το επάγγελμα του αστυνομικού αλλά ήταν η μόνη δυνατότητα που του δόθηκε για να φύγει από το χωριό του. Σίγουρα δεν ψήφισε ποτέ αριστερά ούτε και χαρακτηρίζεται από φανατισμό στις πολιτικές του απόψεις.  Έχει χτίσει, άλλωστε, μια ιδιόμορφη φιλία με τον Ζήση, έναν συνταξιούχο αντιστασιακό και παθιασμένο αριστερό που γνώρισε στην Ασφάλεια κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας. Με τα χρόνια οι διαφορές τους γεφυρώνονται: «Περιμέναμε και οι δυο μας το ραντεβού με την Ιστορία σε διαφορετικές γωνίες, αλλά επειδή το ραντεβού μάς κρέμασε, και εμάς τους δυο και την Ελλάδα, πιάσαμε την κουβέντα και τα βρήκαμε».
Μανιώδης αναγνώστης λεξικογραφικών λημμάτων, ο Χαρίτος αναζητά στα λεξικά του απαντήσεις στα αινίγματα της έρευνας. Οι ορισμοί συχνά ενσωματώνονται στην αφήγηση και λειτουργούν ως τροφή για σκέψη. Αν στα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια ο Χαρίτος αναζητά τον ορισμό των όρων της σύγχρονης οικονομικής πραγματικότητας, στο Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία σειρά έχουν η τρομοκρατία, το Πολυτεχνείο και η στάση… πληρωμών.
Ο Χαρίτος δεν είναι παρά ένας τυπικός μικρομεσαίος οικογενειάρχης. Απέναντι στις δύσκολες μέρες της επιστροφής στη δραχμή, οχυρώνεται με τη χάραξη… οικογενειακής στρατηγικής. Άλλωστε, όπως λέει η γυναίκα του, «το μόνο που επιβιώνει ακόμα χωρίς μίσος είναι η οικογένεια». Ο ίδιος εγκαταλείπει τις μετακινήσεις με το αυτοκίνητό του, ενώ η Αδριανή θεσπίζει τα καθημερινά οικογενειακά δείπνα της ευρύτερης οικογένειας. Στο τραπέζι παρελαύνουν φασολάδες, πρασόρυζο, φακές αλλά και το αγαπημένο φαγητό του Αστυνόμου, τα γεμιστά.
Στα μυθιστορήματα του Μάρκαρη η αναπαράσταση της πόλης της Αθήνας επικεντρώνεται στο χάος και την έλλειψη σύγχρονων υποδομών. Οι πολυάριθμοι αναγνώστες των μεταφρασμένων βιβλίων του δεν θα βρουν αρχαιολογικά μνημεία και τη γραφική Πλάκα. Οι περιγραφές των διαδρομών και της εμπειρίας της οδήγησης στους μποτιλιαρισμένους δρόμους της Αθήνας, σχολαστικές όσο και ζωντανές, είναι τόσο συχνές που ο αναγνώστης φτάνει να συμπάσχει με το άγχος του οδηγού. Στην Τριλογία της Κρίσης δίνουν τον τόνο οι αδιάλειπτες διαδηλώσεις. Ο Χαρίτος σχολιάζει σαρκαστικά: «Πενία τέχνας κατεργάζεται», έλεγαν οι παλιοί. Στα χρόνια μας, πενία διαδηλώσεις κατεργάζεται».

Στο Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία όπως και στα υπόλοιπα μυθιστορήματα του Μάρκαρη, έχουμε να κάνουμε με έναν αριστερών πεποιθήσεων συγγραφέα που γράφει για έναν τυπικό μικρομεσαίο Έλληνα αστυνομικό: το αποτέλεσμα είναι μια λογοτεχνία ειλικρινής που διακρίνεται από μια μοναδική κοινωνική ευαισθησία και επιτρέπει στα έργα του να περάσουν τα σύνορα της αστυνομικής λογοτεχνίας.
Ελένη Παπαγεωργίου 
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (8/12/12)

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Ο επιθεωρητής που έρχεται από το κρύο

«Είμαι ο μεγαλύτερος εν ζωή συγγραφέας αστυνομικού στον κόσμο. Ο Jo Nesbo είναι ο αμέσως επόμενος μετά από εμένα, και με καταδιώκει ανελέητα σαν λυσσασμένο πιτ μπουλ, αποφασισμένος να μου πάρει τα σκήπτρα». Αυτά τα λόγια του James Ellroy είναι τυπωμένα στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης του Λυτρωτή. Ο Τζο Νέσμπο διαβάζεται φανατικά από χιλιάδες αναγνώστες σε δεκάδες γλώσσες, ενώ παράλληλα τα βιβλία του μεταφέρονται ένα ένα στην τηλεοπτική και κινηματογραφική οθόνη. Τι είναι αυτό που κάνει τα έργα του Νέσμπο να ξεχωρίζουν μέσα στο κύμα αστυνομικής λογοτεχνίας που μας έρχεται από τις Βόρειες ακτές της Ευρώπης;
              
Ο Νορβηγός Τζο Νέσμπο είναι ένας από τους σκανδιναβούς συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας που κατά την τελευταία δεκαετία, χάρη στη μετάφραση των έργων τους σε πολλές γλώσσες και τη συνακόλουθη εμπορική τους επιτυχία, έχουν δημιουργήσει ένα νέο εκδοτικό φαινόμενο. Είναι ίσως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του είδους στη Νορβηγία, αλλά όχι και ο μοναδικός, καθώς σημαντική απήχηση έχει και το έργο των ομοεθνών του Anne Holt και Gunnar Staalensen. Ωστόσο, μόνο ο Τζο Νέσμπο έχει πετύχει τη σύγκριση με το φαινόμενο του Σουηδού Stieg Larsson, δημιουργού της τριλογίας του Millennium. Πρώην δημοσιογράφος και διάσημος ροκ σταρ, ο Νέσμπο, που δε γράφει μόνο αστυνομική λογοτεχνία αλλά και παιδικά βιβλία, είναι κυρίως γνωστός για τη σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων με πρωταγωνιστή το Χάρι Χόλε, που αριθμεί ήδη εννέα τίτλους.
Από τα πρώτα δείγματα κριτικού λόγου που έχει δημοσιευτεί σχετικά με το πρόσφατο φαινόμενο της σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας, μπορούμε να εξάγουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα για τα κοινά στοιχεία ενός ανομοιογενούς ρεύματος. Ο Βρετανός κριτικός Barry Forshaw γράφει στο βιβλίο του Death in a cold climate: A guide to Scandinavian crime fiction ότι τα αστυνομικά μυθιστορήματα με προέλευση από τη Σουηδία, τη Νορβηγία, την Ισλανδία, τη Φιλανδία και τη Δανία «συχνά αναπτύσσουν κοινωνική κριτική, καυτηριάζοντας κοινωνικούς θεσμούς και πιο συγκεκριμένα τις πολιτικές σχετικά με το φύλο. Είναι επίσης κατά κανόνα σκοτεινά, εγκεφαλικά και απαισιόδοξα στο ύφος».[1] Στα μυθιστορήματα του Νέσμπο εντοπίζουμε τα στοιχεία που ορίζει ο Forshaw. Η κοινωνική κριτική είναι έντονη και ιδιαίτερα η κριτική που αναφέρεται στις δυσλειτουργίες και την υποχώρηση του περίφημου κοινωνικού κράτους ή σε θεσμούς, όπως η οργάνωση του Στρατού Σωτηρίας στο Λυτρωτή. Ο προβληματισμός σχετικά με τα ζητήματα φύλου είναι έκδηλος και εκφράζεται μέσα από την αφηγηματική φωνή του Χόλε αλλά και με τη σκιαγράφηση βίαιων αντρικών χαρακτήρων. Υπάρχει στενή συγγένεια με τα μυθιστορήματα του Millennium, στα οποία ο Larsson φαίνεται να ενδιαφέρεται σε τέτοιο βαθμό για τα ζητήματα φύλου ώστε ξεκινά τα κεφάλαιά του με στοιχεία σχετικά με τη βία κατά των γυναικών στη Σουηδία. Το τρίτο ζήτημα που βρίσκεται ψηλά στη συγγραφική ατζέντα του Νέσμπο είναι η επανεξέταση της επίσημης εθνικής ιστορίας και της ιστορικής περιόδου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στη Νορβηγία, όπως θα αναλύσουμε παρακάτω.
Διαλύοντας τον Χάρι
Ο Τζο Νέσμπο δημιούργησε έναν ήρωα, αν όχι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του εαυτού, παρόμοιο με αυτόν. Είναι και ο ίδιος, όπως και ο Χάρι Χόλε, «ρομαντικός, μελαγχολικός, ένα μείγμα χάους και πειθαρχίας».[2] Ο Χάρι Χόλε δουλεύει στην αστυνομία του Όσλο, μένει μόνος σε ένα λιτά επιπλωμένο δυάρι στην περιοχή Μπίσλετ, ενώ αυτό που αποκαλεί οικογένειά του είναι ο πατέρας του και η αδερφούλα. Ο πατέρας ζει μόνος, σαν ερημίτης, μετά το θάνατο της συντρόφου του, ενώ η αδερφούλα πάσχει από σύνδρομο Ντάουν. Ο Χάρι την επισκέπτεται συχνά στον ξενώνα όπου ζει και συζητάνε για θέματα που απασχολούν την καθημερινότητά της και για το αγόρι της, το Χένρικ. Οι φίλοι του Χάρι είναι καταρχήν οι συνάδελφοί του στην Αστυνομία, αν και δεν το παραδέχεται εύκολα ότι η σχέση τους είναι παραπάνω από επαγγελματική. Έχει, βέβαια, και ένα φίλο από τα παλιά, από τη γειτονιά όπου μεγάλωσε, το Όπσαλ, τον Έισταιν, πρώην χάκερ και ροκά που δουλεύει ταξιτζής και ειδικεύεται σε ό,τι έχει να κάνει με αμφεταμίνες. Ο Έισταιν είναι πάντα εκεί για να βοηθήσει τον Χάρι όταν βρίσκεται σε αδιέξοδο· παίζει επίσης έναν καίριο ρόλο: μας λέει πράγματα για τον Χάρι που ο ίδιος δεν πρόκειται να μας πει.
               Ο Χόλε δεν είναι υπερήρωας, αν και δεν λείπουν από τη σειρά οι κινηματογραφικές σκηνές καταδίωξης. Είναι ένας χαρακτήρας ανθρώπινος που τσαλακώνεται συνεχώς, ένας άνθρωπος με προβλήματα καθώς, όπως πιστεύει ο Τζο Νέσμπο «για να είναι κανείς ενδιαφέρων ήρωας πρέπει να έχει προβλήματα».[3] Πέρα από τα προβλήματα της καθημερινής του ζωής, ο Χάρι υποφέρει από εφιάλτες, που τον κρατούν ξάγρυπνο και του θυμίζουν ανοιχτούς λογαριασμούς. Ένα όνειρο έρχεται και ξανάρχεται: μια θολή παιδική ανάμνηση, μια τραυματική εμπειρία που είχε με την αδερφούλα μέσα σε ένα ασανσέρ- εξού και η φοβία του για τα μεταλλικά κουβούκλια.  
               Ο Χόλε δεν είναι ο τυπικός καλός μπάτσος, αλλά ένας ανεπτυγμένος, σύνθετος χαρακτήρας που ρέπει επίμονα προς τη σκοτεινή του πλευρά. Δεν κυνηγά μόνο εγκληματίες, αλλά έχει διαπράξει ο ίδιος εγκλήματα. Η βίαιη καταδίωξη του συναδέλφου του Τομ Βόλερ στο Αστέρι του διαβόλου θα ταρακουνήσει τον αναγνώστη και θα θέσει σε δοκιμασία τη συμπάθειά του για τον ήρωα. Ο ίδιος ο Νέσμπο, σε συνεντεύξεις του, αποκαλύπτει ότι το μέλλον προδιαγράφεται ζοφερό για τον Χάρι και σχολιάζει ότι «δεν είναι ο τέλειος τύπος, αλλά οι προθέσεις του είναι καλές».[4]
               Οι προθέσεις του είναι καλές και όσον αφορά τις σχέσεις του με τις γυναίκες, αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι πάντα το εξίσου καλό. Ο ίδιος πιστεύει ότι δεν είναι «φτιαγμένος για μακροχρόνιες σχέσεις» και γι’ αυτό ίσως να φταίνε οι «δύο μακροχρόνιες αγάπες του – η διερεύνηση ανθρωποκτονιών και το αλκοόλ»[5]. Λάθος ή σωστό, αυτές οι δύο αγάπες φέρνουν τρικυμίες στη σχέση του με τη γυναίκα της ζωής του, τη Ράκελ, μια ανύπαντρη μητέρα που γνωρίζει και ερωτεύεται στον Κοκκινολαίμη και είναι παρούσα και στα επόμενα μυθιστορήματα της σειράς. Στη δεύτερη συνάντησή τους, την περιγράφει:
«Καστανά μάτια. Ψηλά ζυγωματικά. Σκούρα επιδερμίδα. Κοντά μελαχρινά μαλλιά, που πλαισίωναν ένα στενό πρόσωπο. Το χαμόγελό της φαινόταν κιόλας στα μάτια της. Το θυμόταν πως ήταν όμορφη, όχι όμως και τόσο… συναρπαστική. Ήταν η μόνη λέξη που του ήρθε στο μυαλό για να εκφράσει την έννοια: συναρπαστική[6]
Η Ράκελ είναι μια γυναίκα δυναμική. Όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με τον αλκοολισμό του πρώην Ρώσου συζύγου της, «δεν επανέλαβε το λάθος τόσων γυναικών της αδελφότητάς της: δεν περίμενε, δε συγχώρεσε, δεν προσπάθησε να κατανοήσει· άνοιξε την πόρτα και έφυγε με τον Όλεγκ στην αγκαλιά της τη στιγμή που έπεσε το πρώτο χτύπημα».[7] Μπορεί η σχέση του Χάρι με τη Ράκελ να περνάει διάφορες διακυμάνσεις, αλλά τους ενώνει μια βαθιά αγάπη και η ισχυρή σχέση πατέρα-γιου ανάμεσα στον Χάρι και τον μικρό Όλεγκ, μια σχέση που κάνει τον Χάρι να ιδεάζεται την πιθανότητα της ζωής σε οικογένεια.
               Μια άλλη γυναίκα που κατευθύνει καθοριστικά τις κινήσεις του Χάρι είναι η φίλη και συνάδελφός του Έλεν. Η άγρια δολοφονία της Έλεν από έναν νεοναζί στον Κοκκινολαίμη, θα σημάνει την έναρξη της απελπισμένης έρευνας του Χάρι για τον ηθικό αυτουργό. Την Έλεν και τη φιλία τους θα υποκαταστήσει σε κάποιο βαθμό η νέα συνάδελφός του Μπέτε Λεν, που «κάποιοι μπορεί να την αποκαλούσαν και κουκλίτσα, αλλά αυτό μάλλον επειδή ήταν μικροκαμωμένη».[8] Η Μπέτε, χάρη στην υπερανεπτυγμένη της ατρακτοειδή έλικα, το τμήμα του εγκεφάλου που αποτυπώνει τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου, προσφέρει πολύτιμη βοήθεια στην επίλυση υποθέσεων, ενώ παράλληλα στέκεται δίπλα στον Χάρι σα φίλη. Ο Χάρι το εκτιμά και ας μην της το λέει τόσο συχνά και γίνεται ο επαγγελματικός μέντοράς της, μαθαίνοντάς της να εμπιστεύεται το ένστικτό της και την πρώτη αίσθηση που της αφήνει μια σκηνή εγκλήματος.
               Υπάρχουν και άλλες γυναίκες που κάνουν τη σύντομη εμφάνισή τους στα μυθιστορήματα του Τζο Νέσμπο. Ο Χάρι, άλλωστε, δεν είναι άγιος και συχνά υποκύπτει σε σαρκικούς πειρασμούς στα πλαίσια της επίλυσης αστυνομικών υποθέσεων. Οι γυναίκες αυτές παίζουν μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο στον προσανατολισμό του επιθεωρητή κατά την έρευνα και επηρεάζουν συχνά καταλυτικά τις κινήσεις του και την έκβαση της υπόθεσης. Ο ένοχος συζυγοκτόνος στο Αστέρι του διαβόλου αποφαίνεται: «Η αιτία είναι πάντα μια γυναίκα. Δεν το έχεις καταλάβει;»[9].
               Στον ήρωα του Νέσμπο μπορεί να αρέσουν οι γυναίκες, ο συγγραφέας είναι όμως πολύ προσεκτικός με το ζήτημα του σεξισμού και της βίας κατά των γυναικών, η θεματική άλλωστε αυτή είναι μία από τις πιο αναγνωρίσιμες στο σκανδιναβικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Φορείς αυτού του σεξισμού στο έργο του Νέσμπο είναι άντρες με εξουσία, όπως ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών Μπερντ Μπράντχαουγκ που καλεί τις νεαρές υφισταμένες του στην ιδιωτική του σουίτα στο ξενοδοχείο Continental- ανάμεσα σε αυτές και τη Ράκελ, με την οποία παίζει ένα παιχνίδι εκβιασμών με αντικείμενο την κηδεμονία του γιου της. Ή ο επιθεωρητής Τομ Βόλερ, που τρομοκρατεί τη θαρραλέα Μπέτε Λεν με τις βίαιες σεξουαλικές του απαιτήσεις.

Ρωγμές στο χτες και το σήμερα
Μπορεί οι εκάστοτε υποθέσεις που αναλαμβάνει ο Χόλε να τον στέλνουν στα πέρατα της γης, από την Αυστραλία μέχρι τη Βραζιλία και από την Αίγυπτο μέχρι την Κροατία, σταθερό σκηνικό ωστόσο της δράσης του είναι η πόλη του, το Όσλο. Ένα Όσλο που, κατά τον συγγραφέα δεν είναι πια ένα παραμυθένιο χωριουδάκι του Βορρά αλλά μια πόλη γεμάτη αντιθέσεις, «το τέλειο σκηνικό για ένα συγκλονιστικό θρίλερ».[10] Τον ενδιαφέρει η σκοτεινή πλευρά της πόλης, η μαφία, το trafficking, η φτώχεια, τα ναρκωτικά. Ο Λυτρωτής, για παράδειγμα, το έκτο κατά σειρά μυθιστόρημα του Νέσμπο εξερευνά τον κόσμο των τοξικομανών του Όσλο και την γειτονιά του εμπορίου ναρκωτικών, την Πλάτα. Το Όσλο του Χάρι είναι η πόλη όπου η απόλυτη ευημερία συναντά την απόλυτη εξαθλίωση:
«Ένα πρεζόνι χτυπούσε με δύναμη τα πόδια του στο χιόνι και τα μάτια του τρεμοπαίζανε σαν κεριά έτοιμα να σβήσουν. Δυο νεαρά κορίτσια, πιασμένα χέρι χέρι, πέρασαν δίπλα του, με κόκκινα μάγουλα και το κεφάλι τους γεμάτο ιστορίες για αγόρια και προσδοκίες για τη ζωή που είχαν μπροστά τους.»[11]

Όταν δεν εστιάζει στα αστικά προβλήματα, ο Νέσμπο φιλοτεχνεί εικόνες μιας πόλης που αλλάζει μαζί με τις εποχές και τις κλιματικές συνθήκες. Από τον πάγο του χειμώνα στη λασπωμένη άνοιξη και στους… καύσωνες του Βορρά που συναντάμε στο Αστέρι του διαβόλου, μια εικόνα που δεν ταιριάζει με το στερεότυπο της χιονισμένης Νορβηγίας:
«Την Τρίτη η θερμοκρασία στο Όσλο έφτασε τους είκοσι εννέα βαθμούς υπό σκιά και κατά τις τρεις μετά το μεσημέρι οι περισσότεροι υπάλληλοι γραφείων κατευθύνονταν ήδη προς τις παραλίες του Χουκ και της Χβερβενμπούκτα. Σμήνη τουριστών κατέκλυζαν τα υπαίθρια ρεστοράν της αποβάθρας του Άκερ και το πάρκο Φρονιέρ, όπου λουσμένοι στον ιδρώτα τραβούσαν άρον άρον την αναγκαστική φωτογραφία του Μονόλιθου (…). Έξω από τις τουριστικές διαδρομές όλα ήταν ήσυχα και η όποια ζωή κυλούσε σε αργή κίνηση.»[12]
Μέσα από την  προβληματική του για την πόλη του Όσλο, ο Χάρι εκφράζει τη στάση και την ανησυχία του για εθνικά και διεθνή προβλήματα της πολιτικής και κοινωνικής σφαίρας. Σχολιάζει τις ταξικές διαφορές, επισκεπτόμενος τις διάφορες γειτονιές του Όσλο, τις ρωγμές του καταρρέοντος κοινωνικού κράτους, το πρόβλημα της δράσης των νεοναζί, που τοποθετεί στην καρδιά της υπόθεσης του Κοκκινολαίμη, τη βία κατά των γυναικών. Επισημαίνει τη διαφθορά της εξουσίας, αλλά και τη διαφθορά που διαβρώνει το αστυνομικό σώμα. Συμβολικοί φορείς της είναι τα ίδια πρόσωπα που ενσαρκώνουν τη σεξιστική βία, ο πολιτικός Μπερντ Μπραντχάουγκ και ο, εμπλεκόμενος σε παράνομο εμπόριο όπλων, επιθεωρητής Τομ Βόλερ.
               Το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα δεν γνωρίζει σύνορα στο χώρο. Στα μυθιστορήματά του, ο Τζο Νέσμπο σχολιάζει τη σχέση της Νορβηγίας με τις ΗΠΑ, το απαρτχάιντ της Νοτίου Αφρικής, την παράνομη εξόρυξη διαμαντιών στη Μαύρη Ήπειρο, τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Παράλληλα, το συγγραφέα ενδιαφέρει πέρα από το ταξίδι στο χώρο και το ταξίδι στο χρόνο. Όπως και στο έργο του άλλου μεγάλου άντρα της σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας, του Στιγκ Λάρσον, έτσι και στα βιβλία του Νέσμπο εκφράζεται ο σημερινός προβληματισμός των σκανδιναβικών χωρών για την επίσημη ιστορία και κυρίως για τη στάση που αυτή τηρεί σχετικά με την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Για τον Νέσμπο είναι άλλωστε και μια προσωπική υπόθεση, καθώς στην οικογένειά του συνυπάρχουν πρόσωπα που συντάχθηκαν με τους Γερμανούς με πρώην αντιστασιακούς.
Στον Κοκκινολαίμη, αντλώντας από την ιστορία του πατέρα του, ο Τζο Νέσμπο τοποθετεί μία από τις αφηγηματικές γραμμές στα χαρακώματα του Ανατολικού Μετώπου το 1942, με πρωταγωνιστές νεαρούς Νορβηγούς εθελοντές που πολεμούν στο πλευρό των Γερμανών ναζιστών. Αφήνει να ακουστεί και η άλλη φωνή, αυτή που θυμίζει ότι «πολλοί άντρες από το μέτωπο θεωρούν τους εαυτούς τους ως τους αληθινούς πατριώτες του πολέμου. Πιστεύουν πως δεδομένης της κατάστασης του κόσμου το 1940, αυτοί προασπίστηκαν τα συμφέροντα του έθνους. Θεωρούν το γεγονός ότι τους καταδικάσαμε ως προδότες μια τεράστια δικαστική παρωδία».[13] Για το Νέσμπο, η απλούστευση της ιστορίας δεν εξυπηρετεί απαραίτητα την εθνική συνοχή. Μια ειλικρινής εθνική ιστορική αφήγηση είναι καίριας σημασίας για ένα υγιές έθνος. Ο συγγραφέας προσωποποιεί την κριτική του στο πρόσωπο του μυθοπλαστικού ιστορικού Έβεν Γιούλ:
«Ένας από τους λόγους που ο Έβεν Γιούλ καθιερώθηκε τόσο γρήγορα ως ιστορικός ήταν πως, ως πρώην αντιστασιακός, ήταν το ιδανικό όργανο για να γράψει την ιστορία που οι αρχές πίστευαν ότι άξιζε η μεταπολεμική Νορβηγία. Μη λέγοντας κουβέντα για την ευρύτατη συνεργασία με τους Γερμανούς και εστιάζοντας στη μικρή αντίσταση που υπήρχε. (…)Και πέτυχε. Ο μύθος του νορβηγικού λαού που πολεμούσε ενωμένος εναντίον του ναζισμού είναι ζωντανός ακόμα και σήμερα.»[14]
Με την επιλογή του να παρουσιάσει την ιστορία μέσα από πολλές αφηγηματικές γραμμές, ο Νέσμπο επιδιώκει να δείξει ότι «η ιστορία είναι μια σύνθετη διαδικασία, γραμμένη στον πληθυντικό αριθμό, στην οποία γεγονότα και κίνητρα είναι συχνά θολά και τοποθετούνται σε μια γκρίζα ζώνη της ηθικής». Όπως γράφει ο Δανός Karsten Wind Meyhoff στο άρθρο του Digging into the secrets of the past: Rewriting history in the modern Scandinavian police procedural:
«οι Σκανδιναβοί συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας ανακατασκευάζουν τη μνήμη και αποδομούν την ιστορία. Μας παρουσιάζουν νέες φρέσκες εικόνες του πρόσφατου παρελθόντος, κρυφές ματιές στη σύνθετη πορεία ξεχωριστών ζωών και μια κατανόηση των δυνάμεων που δίνουν μορφή στα όνειρά μας και στην αντίληψή μας για τον κόσμο. Αυτά τα μυθιστορήματα ξεκαθαρίζουν ότι το παρελθόν είναι ακόμα ενεργό στο παρόν. Το παρελθόν είναι μια καθοριστική δύναμη που δημιουργεί το χώρο στον οποίο ζούμε σήμερα.»[15]

Άσε το κακό να μπει
Ο Χάρι πίνει. Καφέ κυρίως. Και αλκοόλ, αν και αυτή είναι μια δύσκολη ιστορία. Ο καφές είναι παντού στα μυθιστορήματα του Τζο Νέσμπο. Οι πρωταγωνιστές πίνουν καφέ με τους υπόπτους, με τους συνεργάτες τους, με τους αγαπημένους τους ανθρώπους. Η Έλεν, το διάστημα που μοιράζονταν το γραφείο μαζί του,  κατείχε το αποκλειστικό δικαίωμα να ετοιμάζει καφέ για τον Χάρι, δικαίωμα που σιγά σιγά κέρδισε ο αντικαταστάτης της, ο Χάλβορσεν, και συμβολίζει τη στενή συντροφική σχέση των δύο διαδοχικών συνεργατών του με τον Χάρι Χόλε. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Χάρι και ο Χάλβορσεν αγόρασαν από κοινού μια μηχανή του εσπρέσο «που τώρα κατείχε τιμητική θέση πάνω στη μεταλλική αρχειοθήκη, ακριβώς κάτω από το κάδρο με τη φωτογραφία μιας κοπέλας με φακίδες, η οποία καθόταν με τα πόδια ακουμπισμένα πάνω σε ένα γραφείο»[16], της Έλεν δηλαδή.
Αντίθετα από τον καφέ, το ποτό δεν είναι απλή υπόθεση για τον Χάρι. Ο αναγνώστης παρακολουθώντας τη σειρά των μυθιστορημάτων, γίνεται μάρτυρας των διαφόρων σταδίων του αλκοολισμού του πρωταγωνιστή. Στο Νέμεσις, ο Χάρι απέχει από το ποτό:
«“Έπινα και εγώ μπύρα κάποτε”, είπε ο Χάρι. Αναγκάστηκα να την κόψω.(…) Είναι η μόνη κακή συνήθεια από την οποία απαλλάχτηκα.(…) Συνέχισα να καπνίζω, να λέω ψέματα και να κρατάω κακίες.”»[17]
Ο αλκοολισμός είναι η αχίλλειος πτέρνα του Χάρι, η καταφυγή του όποτε η πραγματικότητα τον ξεπερνάει. Δεν πρόκειται όμως για μια ρομαντική αντιμετώπιση όπως εκείνη που συναντάμε στο αμερικάνικο hard-boiled μυθιστόρημα αλλά για μια ντροπιαστική αδυναμία. Οι περιγραφές των επιπτώσεων του ποτού στη φυσιολογία του δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για ρομαντικές ερμηνείες:
«Από την ώρα που ξύπνησε το πρωί, ένιωθε να τον κατατρώει η βασανιστική λαχτάρα για το αλκοόλ. Πρώτα σαν ενστικτώδης οργανική ανάγκη και στη συνέχεια σαν φοβία με ενδιάμεσες κρίσεις πανικού, επειδή είχε αποκλείσει σκόπιμα τον εαυτό του από το γιατρικό. (…)Τώρα η ανάγκη του περνούσε σε νέα φάση. Ήταν κανονικός σωματικός πόνος μαζί με μια αίσθηση απόλυτου τρόμου ότι θα κατέρρεε από στιγμή σε στιγμή. Ο εχθρός μέσα του τραβούσε με μανία τις αλυσίδες του, τα σκυλιά γρύλιζαν από τον πάτο του λάκκου κάπου βαθιά στο στομάχι του, κάτω από την καρδιά του. Θεέ μου, πόσο τα μισούσε. Τα μισούσε όσο μισούσαν και αυτά εκείνον.»[18]
Όσο για το φαγητό, λίγη σημασία παίζει στην καθημερινότητα του Χόλε. Στη θέση των λουκούλλειων γευμάτων του Πέπε Καρβάλιο ή των ψαρομεζέδων που απολαμβάνει ο Επιθεωρητής Μονταλμπάνο, ο Χόλε επιβιώνει με σάντουιτς και σνακ. Και όταν επιλέγει ένα κανονικό γεύμα, μάλλον το μετανιώνει:
«Η Μάγια έφτασε με το γεύμα.
-“Μπουλέτα;”, ρώτησε ο Χάρι κοιτάζοντας τη γκρίζα μάζα κρέατος πάνω σε μια βάση από κινέζικο λάχανο και περιχυμένη με μαγιονέζα και κέτσαπ.»[19]
               Ο κόσμος του Χάρι είναι κυρίως ο κόσμος της δουλειάς του στην αστυνομία και οι άνθρωποι που συναναστρέφεται οι συνάδελφοί του. Ο Μπγιάρνε Μέλερ, ο επικεφαλής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, προστατεύει τον Χάρι από όσους δεν τον αντέχουν στην υπηρεσία, και ονειρεύεται μια ζωή με περισσότερη ηρεμία και λιγότερες ευθύνες, μια μετάθεση, δηλαδή, στη βροχερή πόλη του Μπέργκεν. Συχνά αναρωτιέται γιατί ανέχεται και συγχωρεί τον Χάρι αλλά τελικά παραδέχεται ότι γουστάρει «πάρα πολύ τον τσαντίλα, αλκοολικό, ξεροκέφαλο μπάσταρδο».[20] Ο συνάδελφος του Χάρι, ο επιθεωρητής Τομ Βόλερ, από την άλλη, είναι ένας σκοτεινός χαρακτήρας: διεφθαρμένος, νάρκισσος, σεξιστής, χωρίς ενδοιασμούς και ευαισθησίες.
Ένα πρόσωπο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο ψυχολόγος Άουνε, που συνδράμει την αστυνομία όποτε στην υπόθεση εμφανίζεται κάποιο δύσκολο ψυχιατρικό φαινόμενο. Ο Χάρι τον εμπιστεύεται και ακολουθεί τις συμβουλές του, εκτός από όταν έχουν να κάνουν με το δικό του πρόβλημα με το αλκοόλ. Ο ρόλος του Άουνε είναι πολύ σημαντικός γιατί παρέχει τα εργαλεία για την κατανόηση του εγκλήματος, του κακού, κάτι που είναι και η βασική προβληματική των μυθιστορημάτων του Τζο Νέσμπο και γενικότερα της σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Επιπλέον, στην αστυνομική λογοτεχνία των χωρών της Σκανδιναβίας, το έγκλημα έχει πολύ συχνά να κάνει με έναν κατά συρροή δολοφόνο- σε αντίθεση με την αντίστοιχη λογοτεχνική παραγωγή της Νότιας Ευρώπης όπου το έγκλημα είναι κατά κύριο λόγο πολιτικής φύσεως, έχει να κάνει με τη Μαφία ή με οικονομικά κίνητρα. Ο Άουνε είναι εκεί για να δώσει στους χαρακτήρες και στον αναγνώστη το επιστημονικό υπόβαθρο για το εκάστοτε ψυχιατρικό φαινόμενο που φαίνεται να βρίσκεται στη ρίζα του κακού. Έχει ενδιαφέρον η απάντηση του Νέσμπο σε μια σχετική ερώτηση σε συνέντευξη:
«Στην πραγματικότητα, κανείς στη Σκανδιναβία δεν έχει ανάγκη να σκοτώσει για χρήματα, το πιο προφανές κίνητρο. Μπορούμε να το προσπεράσουμε. Δεν χρειάζεται να σκοτώσεις κάποιον για να κερδίσεις ένα εκατομμύριο κορώνες. Και σχεδόν κανείς δεν το κάνει. Έχεις, έπειτα, προσωπικά κίνητρα, όπως η ζήλεια, που είναι συχνά προφανή σε όλους και καταλήγουν σε μη προμελετημένα εγκλήματα. Επομένως, πρέπει να χρησιμοποιήσεις τη φαντασία σου και να δουλέψεις με το κίνητρο.»[21]
Πέρα από τον Χάρι Χόλε, τους περιφερειακούς χαρακτήρες, την περιγραφή του Όσλο, τον προβληματισμό για καίρια πολιτικοκοινωνικά ζητήματα, είναι κάτι άλλο που συναρπάζει τους αναγνώστες του Τζο Νέσμπο: η αφηγηματική δεινότητα του συγγραφέα και η νέα πνοή που δίνει στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Τα έργα του θυμίζουν συμφωνική ορχήστρα, καθώς η κάθε υπόθεση παρουσιάζεται μέσα από πολλαπλές αφηγηματικές φωνές και οπτικές. Ο κάθε χαρακτήρας του Νέσμπο, όσο δευτερεύων και αν είναι ο ρόλος του, έχει δικαίωμα σε ένα περίτεχνο πορτρέτο που τον ζωντανεύει για λίγες τουλάχιστον σελίδες. Η υπάλληλος της ρεσεψιόν που θα εξυπηρετήσει έναν επίδοξο δολοφόνο, οι λεσβίες γειτόνισσες του θύματος, ο μουσουλμάνος παντοπώλης, το κάθε μυθιστόρημα είναι μια πινακοθήκη καθημερινών και όχι τόσο καθημερινών προσώπων.
Η αρχιτεκτονική των μυθιστορημάτων, ο χωρισμός τους σε κεφάλαια και μέρη, που φέρουν συμβολικούς τίτλους, είναι ένα ακόμα στοιχείο που αξίζει να σχολιαστεί. Παράλληλα, η σειρά κερδίζει το στοίχημα της συνοχής. Ως συνεκτικό εργαλείο λειτουργεί η περιστασιακή υπενθύμιση προηγούμενων υποθέσεων που έχει αναλάβει ο Χάρι, ενώ στο φόντο της κάθε υπόθεσης βρίσκονται πάντα οι εξελίξεις της επαγγελματικής ζωής του ήρωα και η σχέση του με τη Ράκελ και το φάρμακό του, το ποτό. Ας κλείσουμε αυτή την πρώτη αποτίμηση του έργου του Νέσμπο με μια φράση του Barry Forshaw:
«για όσους πιστεύουν ότι η προσωπική ευθύνη, οι ρωγμές του κοινωνικού κράτους και τα προβλήματα της πατρότητας έχουν θέση στην αστυνομική λογοτεχνία, ο Τζό Νέσμπο είναι ο συγγραφέας της επιλογής τους».[22]

Ελένη Παπαγεωργίου

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιδικό The Books' Journal- τεύχος Ιουνίου 2012)

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΤΖΟ ΝΕΣΜΠΟ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Τζο Νέσμπο. Ο κοκκινολαίμης. Μτφρ. Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος. Αθήνα: Εκδόσεις Ορφέας, 2008, σελ. 640
Τζο Νέσμπο. Νέμεσις. Μτφρ. Γωγώ Αρβανίτη. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2011, σελ. 569
Τζο Νέσμπο. Το αστέρι του διαβόλου. Μτφρ. Γωγώ Αρβανίτη. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2011, σελ. 527
Τζο Νέσμπο. Ο λυτρωτής. Μτφρ. Γωγώ Αρβανίτη. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2012, σελ. 582


[1] Forshaw, Barry. Death in a cold climate. A guide to Scandinavian crime fiction. Basingstoke και Νέα Υόρκη, 2012. σ. 2
[2] Από την επίσημη ιστοσελίδα του Τζο Νέσμπο (www.jonesbo.com). Οι μεταφράσεις αποσπασμάτων από συνεντεύξεις και άλλο υλικό της ιστοσελίδας που παρεμβάλλονται σε αυτό το άρθρο είναι της γράφουσας. Στο εξής, για ό,τι προέρχεται από την ιστοσελίδα, θα σημειώνουμε www.jonesbo.com.
[3] www.jonesbo.com
[4] www.jonesbo.com
[5] Νέσμπο, Τζο. Νέμεσις. Μτφρ. Γωγώ Αρβανίτη. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2011. σ. 88
[6] Νέσμπο, Τζο. Ο κοκκινολαίμης. Μτφρ. Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος. Αθήνα: Εκδόσεις Ορφέας, 2008. σ. 331
[7] ό.π., σ. 384
[8] Νέσμπο, Τζο. Νέμεσις. ό.π., σ. 31
[9] Νέσμπο, Τζο. Το αστέρι του διαβόλου. Μτφρ. Γωγώ Αρβανίτη. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2011. σ. 259
[10] www.jonesbo.com
[11] Νέσμπο, Τζο. Ο κοκκινολαίμης. ό.π., σ. 156
[12] Νέσμπο, Τζο. Το αστέρι του διαβόλου. ό.π., σ. 73
[13] Νέσμπο, Τζο. Ο κοκκινολαίμης. ό.π., σ. 260
[14] ό.π., σ. 551
[15] Wind Meyhoff, Karsten. “Digging into the secrets of the past: Rewriting history in the modern Scandinavian police procedural”. Scandinavian Crime Fiction. Επιμ. Andrew Nestingen και Paula Arvas. Cardiff: University of Wales Press, 2011. σ. 71
[16] Νέσμπο, Τζο. Ο κοκκινολαίμης. ό.π., σ. 24
[17] Νέσμπο, Τζο. Νέμεσις. ό.π., σ. 230
[18] Νέσμπο, Τζο. Το αστέρι του διαβόλου. ό.π., σ. 154
[19] Νέσμπο, Τζο. Ο κοκκινολαίμης. ό.π., σ. 174
[20] Νέσμπο, Τζο. Νέμεσις. ό.π., σ. 77
[21] www.jonesbo.com
[22] Forshaw, Barry. Death in a cold climate. A guide to Scandinavian crime fiction. ό.π., σ. 107