Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Καίγοντας βιβλία στη Βαρκελώνη

Όταν σήμερα μιλάμε για πολιτικό ευρωπαϊκό μυθιστόρημα, πρόκειται σχεδόν πάντα για ένα μυθιστόρημα αστυνομικό. Φαίνεται ότι η φόρμα έχει πλέον αναπτύξει όλα τα απαραίτητα εργαλεία για το σχολιασμό της σύνθετης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία σε επίτομη έκδοση τριών από τα κορυφαία μυθιστορήματα του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, επιστρέφουμε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και στο έργο ενός από  τους κορυφαίους εκπροσώπους του είδους.

Το σημείο καμπής για την ανάδειξη μιας αυθεντικής λογοτεχνικής φωνής εκ μέρους εκείνων των Ισπανών συγγραφέων που πειραματίστηκαν με το είδος  της αστυνομικής λογοτεχνίας ήταν η περίοδος της μετάβασης στη δημοκρατία μετά τη λήξη του φρανκικού καθεστώτος, περίοδος γνωστή και ως transición, μια εποχή έντονων κοινωνικοπολιτικών και πολιτιστικών αλλαγών. Ο José Colmeiro, στην εκτενή του μελέτη για την αστυνομική λογοτεχνία της Ισπανίας, θεωρεί ότι η συλλογική συνείδηση της ζωής σε μια νεογέννητη δημοκρατική και δυτική κοινωνία με πρωτόγνωρα προβλήματα και αξίες, σε συνδυασμό με την ελευθερία έκφρασης που αντικατέστησε τη λογοκρισία, ευνόησαν τη γέννηση νέων μορφών έκφρασης.[i] Η ανάκυψη της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ισπανία τη δεκαετία του 1970 δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι το είδος δεν ήταν γνωστό και δόκιμο στη χώρα πρωτύτερα. Ωστόσο, η επαναφορά της δημοκρατίας σήμανε τη γέννηση μίας νέας λογοτεχνίας στη βάση της καθιερωμένης φόρμουλας του αστυνομικού αφηγήματος.

Για τον Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν (1939-2003), τον πατέρα της νέας ισπανικής αστυνομικής λογοτεχνίας, το ενδιαφέρον των σύγχρονών του συγγραφέων για τη νέα αυτή φόρμα έχει τη ρίζα του στην ολοένα μεγαλύτερη ταύτιση της Ισπανίας με τα άλλα δυτικά νεοκαπιταλιστικά κράτη κατά τη δεκαετία του 1960. Ο Μονταλμπάν εξηγεί:

«Και τότε οι κανόνες του παιχνιδιού σχετικά με τη διπλή αλήθεια της πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, τη διπλή αλήθεια, τη διπλή ηθική, τις διπλές λογιστικές μεθόδους, έδειχναν ήδη σημάδια του πόσο λεπτή είναι η γραμμή μεταξύ της πολιτικής και του εγκλήματος.»[ii]

Από τα παραπάνω είναι εμφανές ότι υπάρχει στενή σχέση μεταξύ της ισπανικής αστυνομικής λογοτεχνίας και της σύγχρονης πολιτικής επικαιρότητας. Πόσο μάλλον όταν οι περισσότεροι συγγραφείς της πρώτης εκείνης γενιάς είχαν ως κοινό γνώρισμα ένα ενεργό πολιτικό παρελθόν και παρόν στην αριστερά, θυμίζοντας το παράδειγμα του γαλλικού neo-polar κινήματος, ενός ρεύματος έντονα πολιτικοποιημένης αστυνομικής λογοτεχνίας που προέκυψε στη Γαλλία στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Αυτοί οι αριστεροί ακτιβιστές βρήκαν στην αστυνομική λογοτεχνία ένα όχημα για να εκφράσουν τις ελπίδες και τις προσδοκίες τους από την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην Ισπανία. Λίγο αργότερα, μετά τη νίκη των σοσιαλιστών το 1982, η απομυθοποίηση και η απογοήτευση πήραν τη θέση της ελπίδας στα γραπτά τους.

Ο κανόνας της ηθικής αμφισημίας

Ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν δημοσίευσε το πρώτο μυθιστόρημα της διάσημης σειράς Πέπε Καρβάλιο το 1974, με τον τίτλο Tatuaje (Τατουάζ)[iii]. Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο, είχε κάνει την παρθενική του εμφάνιση δύο χρόνια νωρίτερα, το 1972, στο μυθιστόρημα Εγώ σκότωσα τον Κένεντι (Yo maté a Kennedy), το βιβλίο όμως δεν αποτελεί μέρος της σειράς, αλλά αυτοτελές έργο. Ο ντετέκτιβ του Μονταλμπάν εξελίσσεται, καθώς στη σειρά προστίθενται νέοι τόμοι, σε έναν πλήρως ανεπτυγμένο λογοτεχνικό χαρακτήρα. Όπως γράφει η Susana Bayó Belenguer σε μια μελέτη για το έργο του συγγραφέα:

«Ενώ ο τυπικός ντετέκτιβ της hard-boiled σχολής παρουσιάζεται στον αναγνώστη ήδη ολοκληρωμένος, ο Βάθκεθ Μονταλμπάν αντιμετωπίζει το είδος με έναν τρόπο που σχετίζεται περισσότερο με την παραδοσιακή λογοτεχνία. Ο Καρβάλιο αποκαλύπτει αποσπάσματα της βιογραφίας του, ξεσκεπάζει τους φόβους και τα συναισθήματά του, τα απωθημένα και τις εμμονές του, γερνάει και αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου.»[iv]

Παρά τις αλλαγές που επηρεάζουν τα συναισθήματα του ντετέκτιβ και την κοσμοθεωρία του κατά την εξέλιξη της σειράς, ο Πέπε Καρβάλιο κατά βάση απεικονίζεται σαν «ένας κλασικός σκληρός (hard-boiled) ντετέκτιβ, τρυφερός όμως κατά βάθος».[v] Συνειδητά επιλέγει για τον εαυτό του μια μοναχική ζωή και παλεύει απελπισμένα να παραμείνει ανεξάρτητος. Συνεχώς, όμως, ταλαντεύεται ανάμεσα στην επιλογή της μοναξιάς και τη συναισθηματική του προσκόλληση σε ανθρώπους. Δηλώνει με σιγουριά ότι «εμείς οι ιδιωτικοί ντετέκτιβ είμαστε τα θερμόμετρα της κατεστημένης ηθικής»,[vi]ο ίδιος, ωστόσο, χρεώνεται μία αμφιλεγόμενη ηθική. Στις Θάλασσες του Νότου, ο Μονταλμπάν βάζει τον ήρωά του να παρευρίσκεται σε ένα στρογγυλό τραπέζι για το νουάρ μυθιστόρημα. Το συμπέρασμα του Καρβάλιο είναι ότι: «Ηθική αμφισημία. Ηθική αμφισημία. Εδώ βρίσκεται το κλειδί του μυθιστορήματος νουάρ. Μέσα σε αυτή την αμφισημία κολυμπάνε ήρωες όπως ο Μάρλοου ή ο Άρτσερ ή ο πράκτορας της Κοντινεντάλ».[vii]

Ο Καρβάλιο, όχι μόνο δρα με τον πιο ανήθικο τρόπο για να λύσει τις υποθέσεις που αναλαμβάνει, αλλά και η δικιά του καθημερινότητα και ο τρόπος ζωής του χαρακτηρίζονται από μια βαθιά έλλειψη ηθικής. Για παράδειγμα, η σύντροφός του, η Τσάρο, είναι μια ακριβή πόρνη, ενώ ο υπάλληλός του, o Μπισκουτέρ, είναι μια γνωριμία από τον καιρό που ο ντετέκτιβ πέρασε στη φυλακή. Χάρη στους περιθωριακούς του φίλους, ο Καρβάλιο αποκτά, βέβαια, «άμεση πρόσβαση σε πολλές όψεις της Βαρκελώνης που δεν αποκαλύπτονται σε όλους, μια ακτινογραφία του υπεδάφους της πόλης, του “barrio chino”».[viii] Ωστόσο, ο Young, σχολιάζοντας το έργο του Μονταλμπάν, στέκεται σε μια σκοτεινότερη άποψη της ανάμειξης του πρωταγωνιστή με τον υπόκοσμο της Βαρκελώνης. Στη σειρά, υποστηρίζει, «οι μη-συμβατικοί χαρακτήρες σπάνια υπάρχουν πέρα από μια ιεραρχία τύπου εξουσιαστή/υποταγμένου».[ix] Η Τσάρο φαίνεται να εξαρτάται από τις αλλαγές στη διάθεση του Καρβάλιο και τις μονομερείς του αποφάσεις σχετικά με τη σχέση τους. Ο Μπρομούρο, ο πληροφοριοδότης του Καρβάλιο, προσφέρει τις υπηρεσίες του καθώς του καθαρίζει τα παπούτσια, ενώ ο Μπισκουτέρ είναι μάλλον μπάτλερ παρά βοηθός.

Μόνο εμπόδιο σε αυτή την ηθική στάση στέκεται η μέγιστη δέσμευση που του επιβάλλει η δουλειά του ως ιδιωτικού ερευνητή: αφοσίωση στον πελάτη, έως ότου να λυθεί η υπόθεση και να εισπραχθεί η αμοιβή. Το επάγγελμα του ντετέκτιβ είναι για τον Καρβάλιο «ένας ρόλος που ενδύεται και αποδύεται κατά τη θέλησή του»,[x] τίποτα περισσότερο από μία δουλειά που του παρέχει μιαν άνετη ζωή. Όταν ερωτάται για τα κίνητρά του, επιμένει ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η αμοιβή του. Παρόλ’ αυτά, μερικές υποθέσεις τον ελκύουν περισσότερο από άλλες. Οι μέθοδοί του είναι συχνά αμφιλεγόμενες. Ο Μονταλμπάν αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα της ερευνητικής μεθόδου της κλασικής αστυνομικής λογοτεχνίας ή την ενεργή ανάμειξη του ντετέκτιβ, που συνηθίζεται στην hard-boiled αστυνομική λογοτεχνία. Ο Πέπε Καρβάλιο οδηγείται στη λύση του μυστηρίου χάρη σε κάποιο ατύχημα, ακολουθώντας το ένστικτό του, ή, ακόμα, εμπνεόμενος από κάποιο λογοτεχνικό απόσπασμα ή από τους στίχους κάποιου τραγουδιού.[xi]

Ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, μέσω συχνών διακειμενικών αναφορών σε διάσημους κινηματογραφικούς και λογοτεχνικούς ντετέκτιβ, παρωδεί τα μοτίβα της hard-boiled παράδοσης. Έχει ενδιαφέρον να προσέξουμε πώς χειρίζεται τα τικ του χαρακτήρα του ντετέκτιβ:

«Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, ο Καρβάλιο, με την υπερβολική αφοσίωσή του στη γαστρονομία και την καύση βιβλίων, είναι μια τραβηγμένη σάτιρα του παραδοσιακού χαρακτηρισμού των ντετέκτιβ μέσω κάποιου μοναδικού χαρακτηριστικού τους, το οποίο υποτίθεται ότι τους εξανθρωπίζει.» [xii]

Σχετικά με τη συνήθεια του Καρβάλιο να καίει βιβλία, ο Μονταλμπάν βρίσκει σε αυτές τις σκηνές μια εξαιρετική ευκαιρία για να αναφερθεί σε λογοτεχνικά έργα ή κοινωνικοπολιτικά δοκίμια, σχολιάζοντάς τα με κριτική ματιά. Επίσης, όπως υποστηρίζει ο Colmeiro, η ιεροτελεστία της καύσης των βιβλίων και των περιοδικών στο σπίτι του ήρωα στην Vallvidrera είναι ένα σύμβολο της ρήξης του με την ήδη καθιερωμένη λογοτεχνία της vanguardia όπως και με την κανονιστική λογοτεχνία.[xiii] Ακόμα και ο ίδιος ο Καρβάλιο, στο Τατουάζ, παραδέχεται την αμφιθυμία του:

«Έσπρωξε το ανοιχτό βιβλίο κάτω από τα κούτσουρα στο τζάκι. Καθώς το άναβε, ένιωσε πάλι διχασμένος: από τη μία, δεν του άρεσε να βλέπει το βιβλίο να καίγεται, από την άλλη, ανυπομονούσε να δει τις φλόγες να φουντώνουν και να το μεταμορφώνουν σε ένα σωρό σβησμένων λέξεων.»

Όσο για την εμμονή του ντετέκτιβ με τη γαστρονομία, λειτουργεί ως υποκατάστατο της συζήτησης για πιο σοβαρά πολιτικοκοινωνικά θέματα. Σε κάποιο σημείο, ο Μονταλμπάν γράφει για τον πρωταγωνιστή του ότι «ο μοναδικός του πατριωτισμός ήταν γαστρονομικός»[xiv]. Στην πραγματικότητα, ο Πέπε Καρβάλιο είναι αποστασιοποιημένος όχι μόνο από τον πατριωτισμό αλλά και από την πολιτική. Από το ένα μυθιστόρημα στο επόμενο, ο πρωταγωνιστής φαίνεται να είναι όλο και πιο απογοητευμένος από την πολιτική και την κοινωνία. Στο μυθιστόρημα Ο ελληνικός λαβύρινθος (1992), η δράση τοποθετείται κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης του 1992. Ο ντετέκτιβ είναι εξοργισμένος με την ανάμειξη ορισμένων πρώην κομμουνιστών στη βιομηχανία των Ολυμπιακών. Αναφωνεί: «Από τη Σιέρα Μαέστρα στην Ολυμπία. Από τη “Μεγάλη Πορεία” στα πενήντα χιλιάδες μέτρα δρόμο».[xv] Ο ίδιος, προτιμάει να μην ανακατεύεται καθόλου, φτάνοντας στο άλλο άκρο: «Δεν είμαι ούτε καν ουδέτερος. Είμαι χοντρόπετσος» αναγγέλλει ο Καρβάλιο στο Τατουάζ.

Παρά την κραυγαλέα απάθεια του ντετέκτιβ προς την πολιτική, ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν ομολογεί ότι δημιούργησε τον λογοτεχνικό χαρακτήρα του Καρβάλιο, πρώτα από όλα, ως ένα εργαλείο για να επιτύχει τον στόχο που έθεσε, λύνοντας παράλληλα το πρόβλημα της οπτικής γωνίας.[xvi] Ο στόχος αυτός είναι η καταγραφή της εικόνας της κοινωνίας μέσα από τα μάτια ενός περιθωριακού χαρακτήρα, που θα μπορεί να κινείται ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, μετατρέποντας έτσι το είδος του αστυνομικού αφηγήματος σε ένα εργαλείο ανάλυσης της πραγματικότητας.[xvii] Ο συγγραφέας βρήκε στην αστυνομική λογοτεχνία τον ιδανικό τρόπο για να διαπραγματευτεί όσα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα τον ενδιαφέρουν.

Όσο για τη μέθοδο που χρησιμοποιείται στην αστυνομική λογοτεχνία προκειμένου να θιγούν πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, ο Georges Tyras στο άρθρο του “Le noir espagnol: postmodernité et écriture du consensus”, υποστηρίζει ότι η αστυνομική λογοτεχνία είναι στην πραγματικότητα μία πιο αναλυτική και πιο λογοτεχνική εκδοχή της δημοσιογραφικής έρευνας.[xviii] Αυτό συμβαίνει και στα έργα του Μονταλμπάν στα οποία ο συγγραφέας σχολιάζει πολυάριθμα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της επικαιρότητας: από τις πρόσφατες εθνικές εκλογές και τη δράση της ΕΤΑ μέχρι τα σκάνδαλα γύρω από την κατασκευή οικιστικών συγκροτημάτων στη Βαρκελώνη. Η ισπανική αστυνομία είναι ένας ακόμα σταθερός στόχος της κριτικής του συγγραφέα, μάλιστα η αστυνομία χρησιμοποιείται στα μυθιστορήματα ως σύμβολο του φρανκικού παρελθόντος. Η Susana Bayó Belenguer γράφει σχετικά με την αναπαράσταση της αστυνομίας:

«Η αστυνομική δύναμη αντιπροσωπεύει την εξουσία και τη δύναμη μια κοινωνικής τάξης που ο ντετέκτιβ απορρίπτει, και η σχέση μεταξύ τους είναι, αν όχι μια μικρογραφία της πάλης των τάξεων, τουλάχιστον μια αναπαραγωγή του παραδοσιακού παιχνιδιού αφέντη-σκλάβου (…) Η ένταση μεταξύ της αστυνομίας και του ντετέκτιβ μεταβάλλεται σε μια σταθερή υπενθύμιση της φρανκικής καταπίεσης και του παρελθόντος της μετάβασης στη δημοκρατία.»[xix]



Η πόλη που πληγώναμε

Ένα από τα ζητήματα της επικαιρότητας που αγγίζει ο Μονταλμπάν στη σειρά είναι η προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης του 1992. Όπως, άλλωστε, γράφει στο Ο ελληνικός λαβύρινθος «κάθε Ολυμπιάδα έχει τη σκιά της και στη σκιά κάθε Ολυμπιάδας κερδίζεις ή χάνεις χρήμα».[xx] Πέρα από τη σκληρή κριτική για την ύποπτη συμμετοχή πρώην αριστερών αγωνιστών στην οργάνωση των Αγώνων, ο Πέπε Καρβάλιο ανησυχεί για τη βίαιη μεταμόρφωση της πόλης πριν από τους Αγώνες. Φοβάται ότι η Βαρκελώνη της επόμενης μέρας θα είναι μια άλλη πόλη, μια πόλη σχεδιασμένη για επίδοξους τουρίστες και όχι για τους κατοίκους της. Στο Ο ελληνικός λαβύρινθος, το μυθιστόρημα όπου η θεματική των Ολυμπιακών Αγώνων κυριαρχεί, ο Καρβάλιο εκφράζει την ανησυχία του, καθώς περιφέρεται σε μια Βαρκελώνη που αλλάζει συνεχώς:

«Περπάτησε στα σοκάκια που είχαν εγκαταλειφθεί στην άχρηστη ιστορία τους, προς αναζήτηση της πόλης που είχε ανακαινιστεί για να λειτουργήσει ως ολυμπιακή βιτρίνα. Ο καθεδρικός ναός ξεπρόβαλε, αν και από μακριά, πάνω από τα έργα ενός υπόγειου χώρου στάθμευσης, που θα επέτρεπε την αύξηση του αριθμού των Γιαπωνέζων που θα τον επισκέπτονταν μέχρι το 2000. “Σας ζητούμε συγνώμη για την ενόχληση. Εργαζόμαστε για εσάς. Barcelona posat guapa. Barcelona més que mai”. Όλος ο κόσμος έδειχνε να είναι περαστικός, η ίδια η πόλη ήταν περαστική,  ανάμεσα σε ένα παρελθόν γνωστό και ένα μέλλον χωρίς συγκεκριμένα όρια.»[xxi]

Ο Πέπε Καρβάλιο θεωρεί τη Βαρκελώνη κομμάτι του εαυτού του. Συχνά περπατά για ώρες άσκοπα στο κέντρο της πόλης, ένας σύγχρονος flâneur. Για τον Ralph Willet, ο flâneur, όπως παρουσιάζεται στη hard-boiled λογοτεχνία, είναι «κάποιος που ακούει, ψάχνει και πάνω απ’ όλα (…) βλέπει και αποκρυπτογραφεί τα σημαίνοντα αυτού του λαβυρίνθου κατοικημένων χώρων και οικοδομημάτων που αποτελούν τη σύγχρονη μητρόπολη- παράξενη και απειλητική αλλά ταυτόχρονα εθιστική».[xxii] Στις περιγραφές των περιπάτων του στο κέντρο της Καταλανικής πρωτεύουσας., το όμορφο και το άσχημο, η χαρά και η λύπη, η αρετή και η διαφθορά συνυπάρχουν. Με αυτόν τον τρόπο, ο ντετέκτιβ αποκαλύπτει τη διπλή φύση της πόλης. Σε ένα απόσπασμα από το Οι θάλασσες του Νότου:

«Δίπλα στο παράπηγμα που πουλούσαν εισιτήρια για τις γκολοντρίνας, ήταν πεσμένο ένα κουρελιάρικο και βρώμικο κορίτσι μ’ ένα μισοκοιμισμένο βυζανιάρικο μωρό. (…) Ζητιάνοι, άνεργοι, οπαδοί του Μικρού Ιησού και της πανάγιας μητέρας που τον γέννησε. Η πόλη έμοιαζε να έχει πλημμυρίσει από ανθρώπους που είχαν δραπετεύσει απ’ όλα και απ’ όλους.»[xxiii]

Ο Καρβάλιο είναι αυτό που ο Ralph Willet, θεωρητικός της αστυνομικής λογοτεχνίας, καλεί φιλόσοφο-περιπατητή, κάποιος που κινείται αν άμεσα στις  μοντέρνες αστικές απολαύσεις, κρατώντας ωστόσο μια απόσταση, που αισθητικοποιεί την πόλη και την θεωρεί σαν γνήσιο θέαμα».[xxiv] O Ralph Willet προσθέτει ότι στη hard-boiled λογοτεχνία «αυτή η αναζήτηση οπτικής κατανόησης έχει μια διαφορετική σημασία» καθώς «η λύση του εγκλήματος προκαλεί την αναγνώριση της διπλής πραγματικότητας και της διαφθοράς, κάνοντας διάφανη την κοινωνική μορφολογία της φανταστικής πόλης».[xxv]Αυτό γίνεται φανερό στο τέλος του Οι θάλασσες του Νότου, όταν, μετά την επιστροφή του στο σπίτι στην Vallvidrera και αφού έχει βρει το σκύλο του δολοφονημένο, ο Καρβάλιο στρέφει την οργή του στην πόλη:

«Ατενίζοντας τη φωτισμένη πόλη, φώναξε:

-Παλιοπούστηδες! Παλιοπούστηδες!»[xxvi]

Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η τελευταία σκηνή του Ο ελληνικός λαβύρινθος. Ο Καρβάλιο περπατά προς το λιμάνι, λίγο μετά την ανάγνωση του αποχαιρετιστήριου γράμματος της Τσάρο. Εκεί, «πάνω στα βρόμικα νερά, τα γεμάτα κηλίδες από λάδια και από υπολείμματα από ανάξια ναυάγια», φαντάζεται ότι βλέπει να επιπλέει το σώμα της Κλερ, της γυναίκας που ερωτεύτηκε. Σύντομα αντιλαμβάνεται ότι είναι παραίσθηση. Τώρα πια βλέπει μόνο «το νερό, σαν βρόμικο γυαλί, και τα βαριά σκαριά των πλοίων, τόσο βαριά που φάνταζαν πέτρινα».[xxvii]Η βρωμιά της πόλης κατηφορίζει προς τη θάλασσα, μολύνοντας το νερό, σύμβολο της καθαρότητας και της ζωής, με σκουπίδια και θάνατο.



Φιλοσοφώντας την απόλαυση

Η Βαρκελώνη μπορεί να είναι μια πόλη αμφιλεγόμενης ηθικής, κυριευμένη από το έγκλημα και το θάνατο, αλλά είναι την ίδια στιγμή μια πόλη όπου μπορείς να φας και να πιείς καλά. Ο Μονταλμπάν δεν αγνοεί αυτή την όψη της και ενσωματώνει στα μυθιστορήματά του πολυάριθμες και μακροσκελείς περιγραφές των επισκέψεων του Καρβάλιο σε εστιατόρια και μπαρ, όπως και της προετοιμασίας σύνθετων πιάτων από τον ίδιο τον ντετέκτιβ.  Ο Καρβάλιο είναι ένας πραγματικός γαστρονόμος και έχει αναπτύξει μια ολόκληρη φιλοσοφία γύρω από το φαγητό. Η ενσωμάτωση συνταγών στην αφήγηση παίζει διπλό ρόλο: αφενός, είναι μια αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου, ένας τρόπος να αναπαρασταθεί το μυθοπλαστικό σύμπαν της σειράς των μυθιστορημάτων προσθέτοντας λίγο τοπικό χρώμα, αφετέρου, οι συνταγές λειτουργούν σαν να είναι κομμάτια ενός βιβλίου συνταγών.[xxviii] Επίσης, τα γαστρονομικά αποσπάσματα αναλαμβάνουν το ρόλο ενός επιβραδυντικού μηχανισμού της ανάπτυξης της ιστορίας, βοηθώντας έτσι να διατηρηθεί το σασπένς.[xxix] Η επιβράδυνση της δράσης δεν ωφελεί μόνο τον αναγνώστη, αλλά και τον πρωταγωνιστή. Καθώς απολαμβάνει ένα γεύμα σε ένα εστιατόριο ή μαγειρεύει στην κουζίνα του, ο Καρβάλιο βρίσκει την έμπνευση που χρειάζεται για να λυθεί η υπόθεση που ερευνά.

Επιπλέον, «η μαγειρική λειτουργεί ως μια αθώα εκτόνωση της συσσωρευμένης επιθετικότητας και ως συμβολική ανακατασκευή της βίας της εγκληματικής υπόθεσης με έναν τρόπο δεισιδαιμονικού και μακάβριου εξορκισμού που διπλασιάζει τις συνθήκες του θανάτου του θύματος.»[xxx]Το παράδειγμα εντοπίζεται στο ξεκίνημα του Τατουάζ, του πρώτου μυθιστορήματος της σειράς, όταν ο Καρβάλιο, αφού του ζητείται να αναλάβει την υπόθεση ενός άντρα που βρίσκεται νεκρός στη θάλασσα με το πρόσωπό του φαγωμένο από τα ψάρια, μαγειρεύει ένα σύνθετο πιάτο από πεσκανδρίτσα, μπακαλιάρο, κυδώνια, μύδια και γαρίδες.

Για τον Πέπε Καρβάλιο, όπως δηλώνει στο Τατουάζ, «το σεξ και το φαγητό είναι τα δύο πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή». Είναι αλήθεια ότι το σεξ και ο αισθησιασμός έχουν μια ξεχωριστή θέση στα μυθιστορήματα του Μονταλμπάν. Στον Καρβάλιο αρέσουν οι γυναίκες και οι γυναίκες, με τη σειρά τους, φαίνεται να ελκύονται από αυτόν. Ωστόσο, ο ντετέκτιβ δεν είναι ελεύθερος, αλλά έχει μια μακροχρόνια σχέση με την Τσάρο, μια ώριμη πόρνη του Barrio Chino, μιας κακόφημης περιοχής του κέντρου της Βαρκελώνης. Κανείς τους δεν αποφασίζει να επισημοποιήσει τη σχέση. Η Τσάρο συνεχίζει να δουλεύει ως ιερόδουλη και ο Καρβάλιο διστάζει να της ζητήσει να παντρευτούνε. Όμως, «παρά τον πραγματισμό και την οικονομική ανεξαρτησία της, η Τσάρο φαίνεται να είναι εξαιρετικά εξαρτημένη από τον Καρβάλιο για την ερωτική της ικανοποίηση και τη συναισθηματική της ολοκλήρωση και να φέρεται σαν να είναι παιδί όταν εκείνος είναι παρών».[xxxi] Από τη μεριά του, ο Καρβάλιο, σαν για να τιμωρήσει την Τσάρο για την επιμονή της να εξασκεί το επάγγελμά της, συνηθίζει να εξαφανίζεται για μέρες και να ξεκινάει παράλληλες σχέσεις με άλλες γυναίκες. Σύντομα, όταν η περιέργεια και το πάθος του έχουν ικανοποιηθεί, επιστρέφει στην πιστή του ερωμένη.

Η σταθερή σχέση του Καρβάλιο με την Τσάρο φαίνεται να απειλείται όντως στο Ο ελληνικός λαβύρινθος, όπου ερωτεύεται μια χίμαιρα, την Κλερ και δίνει την εντύπωση να έχει χάσει το δρόμο της επιστροφής του στην Τσάρο. Μια μυστηριώδης γυναίκα, δανεισμένη από κάποια κλασική ταινία του Hollywood, η Κλερ συγκλονίζει τον Καρβάλιο. Στην πρώτη τους συνάντηση, ο ντετέκτιβ ζει ένα συναισθηματικό και φυσικό σοκ. Παρά την αθώα και γοητευτική της εμφάνιση, η Κλερ είναι μια επικίνδυνη γυναίκα, μια femme fatale. Δεν πρέπει να εκπλήσσεται, επομένως, ο αναγνώστης που, όταν αποκαλύπτεται ότι η εκείνη είναι ο δολοφόνος υπό αναζήτηση, ο Καρβάλιο εύγλωττα συμπεραίνει: «Υπάρχουν γυναίκες που ρουφάνε σαν νεροχύτης».[xxxii]

Η κατασκευή του χαρακτήρα της Κλερ ως femme fatale είναι μόνο ένα πειστήριο στο επιχείρημα ότι ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, όταν κατασκεύασε τον μυθοπλαστικό κόσμο της σειράς, συνειδητά χρησιμοποίησε πολλά από τα μοτίβα της παράδοσης του hard-boiled. Η τοποθέτηση των έργων του, όμως, στο είδος της hard-boiled αστυνομικής λογοτεχνίας δεν είναι αρκετή. O Colmeiro υποστηρίζει ότι τα μοτίβα του είδους   λειτουργούν ως ραχοκοκαλιά του έργου ή αλλιώς ως ενωτικό στοιχείο των διαφόρων υλικών που χτίζουν το μοναδικό σύνολο που είναι το κάθε μυθιστόρημα της σειράς.[xxxiii] Για το συγγραφέα, τα έγκλημα είναι μια μόνο από τις διαστάσεις των μυθιστορημάτων του. Με άλλα λόγια,   ο Μονταλμπάν καρπώνεται κάποια στοιχεία της αστυνομικής λογοτεχνίας που υπηρετούν το σκοπό του «να κατασκευάσει ένα φανταστικό λογοτεχνικό ταξίδι μέσα από τα κοινωνικοπολιτικό, πολιτιστικό, αισθητικό και ηθικό τοπίο, από την εποχή του Φράνκο στην μετάβαση στη δημοκρατία και στα χρόνια των σοσιαλιστών».[xxxiv] Γράφοντας τη σειρά Καρβάλιο, δηλαδή, ο Μονταλμπάν πειραματίζεται με μια δημοφιλή φόρμα γραφής με σκοπό να γράψει ένα μυθιστορηματικό χρονικό της σύγχρονης ισπανικής κοινωνίας. Το πείραμα αποδεικνύεται πετυχημένο, όπως φάνηκε όχι μόνο από την επιτυχία της σειράς στην Ισπανία και όπου αλλού έχει μεταφραστεί αλλά και από την βαθιά του επιρροή σε πολλούς άλλους συγγραφείς της περιοχής της Μεσογείου που βρήκαν στον Μονταλμπάν τον πατέρα μιας νέας αστυνομικής λογοτεχνίας. Ανάμεσα σε αυτούς και ο δικός μας Πέτρος Μάρκαρης, ο οποίος στις αρχές Φεβρουαρίου 2012 βραβεύτηκε στο φεστιβάλ του Δήμου της Βαρκελώνης BCNegre με το βραβείο που φέρει το όνομα του Pepe Carvalho- ποιανού άλλου;΄
Ελένη Παπαγεωργίου
(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στο The Books' Journal, τεύχος Φεβρουαρίου 2012)




[i]Colmeiro, José F. La novela policiaca española. Teoría e historia crítica. Barcelona: Anthropos, 1994. σ. 167
[ii]Tyras, Georges. “Le roman policier ou le sous-sol de la société. Entretien avec Manuel Vázquez Montalbán”. Mouvements 15/16 (2001).σ. 112
[iii]Το βιβλίο δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Σε αυτό το άρθρο ο τίτλος θα αποδοθεί στα ελληνικά ως Τατουάζ. Οι μεταφράσεις αποσπασμάτων είναι της αρθρογράφου.
[iv]Bayó Belenguer, Susana. “Montalbán’s Carvalho Series as Social Critique”. Crime Scenes. Detective Narratives in European Culture since 1945. Επίμ.Anne Mullen και Emer O’Beirne. Amsterdam και Atlanta, GA: Rodopi, 2000. σ. 303
[v] Walsh, Anne L. “Questions of Identity: An Exploration of Spanish Detective Fiction”. Investigating Identities. Questions of Identity in Contemporary International Crime Fiction. Επίμ. Marieke Krajenbrink και Kate M. Quinn. Amsterdam και New York: Rodopi, 2009. σ. 60
[vi]Manuel Vázquez Montalbán. Οι θάλασσες του Νότου. Η Βαρκελώνη του Μανόλο. Μτρφ. Βέρα Δαμόφλη. Αθήνα: Μεταίχμιο,2012.σ. 21
[vii]ό.π., σ. 71
[viii] Young, Adrian R. “Montalbán’s Carvalho: Spanish Society, Identity and the Detective”. Crime Scenes. Detective Narratives in European Culture since 1945. ό.π., σ. 317
[ix]ό.π., σ. 318
[x]ό.π., σ. 315
[xi]Colmeiro, José F. ό.π., σ. 183
[xii]ό.π., σ. 184
[xiii]ό.π., σ. 176
[xiv]Manuel Vázquez Montalbán. Οι θάλασσες του Νότου. ό.π., σ. 74
[xv]Manuel Vázquez Montalbán. Ο ελληνικός λαβύρινθος. Η Βαρκελώνη του Μανόλο. Μτρφ. Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη. Αθήνα: Μεταίχμιο,2012. σ. 291
[xvi]Tyras, Georges. “Le roman policier ou le sous-sol de la société. Entretien avec Manuel Vázquez Montalbán”. ό.π., σ. 116
[xvii]ό.π.,σ. 114
[xviii]Tyras, Georges. “Le noir espagnol: postmodernité et écriture du consensus”. Mouvements 15/16 (2001). σ. 75
[xix]Bayó Belenguer, Susana. “Montalbán’s Carvalho Series as Social Critique”. ό.π., σ. 304
[xx]Manuel Vázquez Montalbán. Ο ελληνικός  λαβύρινθος. ό.π., σ. 285
[xxi]ό.π., σ. 319
[xxii] Willet, Ralph. The Naked City. Urban Crime Fiction in the USA. Manchester και New York: Manchester University Press, 1996. σ. 3
[xxiii]Manuel Vázquez Montalbán. Οι θάλασσες του Νότου. ό.π., σ. 107
[xxiv] Willet, Ralph. ό.π., σ. 3
[xxv]ό.π., σ. 3
[xxvi]Manuel Vázquez Montalbán. Οι θάλασσες του Νότου. ό.π., σ. 258
[xxvii]ManuelVázquez Montalbán. Ο ελληνικός λαβύρινθος. ό.π., σ. 438

[xxix]Colmeiro, José F. ό.π., σ. 187
[xxx]ό.π., σ. 187
[xxxi] Young, Adrian R. ό.π., σ. 318
[xxxii]Manuel Vázquez Montalbán. Ο ελληνικός λαβύρινθος. ό.π., σ. 434
[xxxiii]Colmeiro, José F. ό.π., σ. 182
[xxxiv]Bayó Belenguer, Susana. “Popular Collage in the Carvalho Series of Manuel Vázquez Montalbán”. Reading the Popular in Contemporary Spanish Texts. Επίμ.Shelley Godsland και Nickianne Moody. Newark: University of Delaware Press, 2004. σ. 31