Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο σε θολά νερά

Η σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων που έκανε διάσημο τον Σικελό συγγραφέα Andrea Camilleri εγκαινιάστηκε το 1994 με το μυθιστόρημα Το Σχήμα του Νερού. Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του συγγραφέα που μεταφράστηκε στα ελληνικά, ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο βρίσκεται πλέον στην ηλικία της αβεβαιότητας.

Από την εμφάνιση των πρώτων αστυνομικών μυθιστορημάτων του εκδοτικού οίκου Mondadori,γνωστά ως gialli[i], το Σεπτέμβριο του 1929 έως και σήμερα η αστυνομική λογοτεχνία δεν έπαψε να είναι ένα εξαιρετικά αγαπητό λογοτεχνικό είδος για τους ιταλούς αναγνώστες. Άλλωστε, κάποιοι από τους διαπρεπέστερους Ιταλούς συγγραφείς, όπως ο Ουμπέρτο Έκο, ο Ίταλο Καλβίνο ή ο Λεονάρντο Σάσα, έχουν πειραματιστεί κατά καιρούς με τη φόρμα της αστυνομικής λογοτεχνίας. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 το τοπίο της ιταλικής αστυνομικής λογοτεχνίας άρχισε να αλλάζει με την εμφάνισή μιας νέας γενιάς συγγραφέων. Ένα από τα διακρίνοντα χαρακτηριστικά του έργου τους φαίνεται να είναι η τάση να τοποθετούν τις ιστορίες τους έξω από τη μεγάλη μητρόπολη, σε επαρχιακές τοποθεσίες όπου το παρόν και το παρελθόν, το παραδοσιακό και το μοντέρνο συνυπάρχουν. Σχετικά με αυτή την επιλογή, ο μελετητής Laurent Lombard υποστηρίζει ότι η νέα αυτή γενιά δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιδεολογική, πολιτική και ιστορική συνέχεια από την κοινωνία του χτες σε αυτή του σήμερα.[ii] Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί από τους  νεότερους ιταλούς συγγραφείς του είδους γράφουν παράλληλα με τα αστυνομικά τους μυθιστορήματα και ιστορικά. Τέτοια είναι και η περίπτωση του Andrea Camilleri, το έργο του οποίου είναι έντονα επηρεασμένο όχι μόνο από το ενδιαφέρον του για την ιστορία αλλά και από τη μακρά επαγγελματική του εμπειρία ως σεναριογράφου και σκηνοθέτη για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο.
Η ηλικία της αβεβαιότητας είναι ο τίτλος της τελευταίας περιπέτειας του επιθεωρητή Μονταλμπάνο. Ο αγαπημένος ήρωας του Andrea Camilleri είναι βυθισμένος στην ανησυχία καθώς βλέπει την τρίτη ηλικία να πλησιάζει. Αναγκάζεται να αναλάβει δράση όταν μετά από μια θαλασσοταραχή ένα σκάφος που δένει για λίγες μέρες στο λιμάνι της Βιγκάτα αναφέρει ότι συνάντησε μια βάρκα με ένα πτώμα και την παραδίδει στις Αρχές. Απρόθυμα ο Μονταλμπάνο ξεκινά να ξετυλίγει το νήμα της μυστηριώδους υπόθεσης με σύμαχο μία γοητευτική νεαρή υποπλοίαρχο. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και αυτή τη φορά ο Μονταλμπάνο νιώθει πιο αβέβαιος από ποτέ.
Ντετέκτιβ αλά Σισιλιάνα
Ο επιθεωρητής Σάλβο Μονταλμπάνο, που παίρνει το όνομά του από τον Καταλανό πρωτεργάτη του νουάρ μυθιστορήματος της Μεσογείου, Manuel Vázquez Montalbán, είναι ένας μεσήλικας Σικελός επιθεωρητής της αστυνομίας. Αφοσιωμένος στην δουλειά του, ζει μόνος σε ένα μικρό σπίτι δίπλα στην θάλασσα. Για τον Μονταλμπάνο, απόλυτη προτεραιότητα στην προσωπική και επαγγελματική του ζωή είναι η τιμιότητα. Το κίνητρό του για την επίλυση των υποθέσεων που του ανατίθενται δεν είναι μόνο η επαγγελματική του αφοσίωση αλλά προπάντων οι ηθικές του αξίες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η προσπάθειά του για την απονομή δικαιοσύνης περνά πάντα μέσα από νόμιμες διαδικασίες ή ότι ο ίδιος πάντα δρα με διαφάνεια και ενημερώνοντας τους ανωτέρους του για τις κινήσεις του. Στην Ηλικία της αβεβαιότητας, αφού αφήσει πρώτα τα έγγραφα του αρχείου του να καταστραφούν από τη βροχή, σκαρφίζεται ψεύτικες ιστορίες και δικαιολογίες για να αποφύγει να συναντηθεί με τις ευθύνες του – δηλαδή με τον Διοικητή ή με τον επίμονο αστυνόμο Λάττες. Η στάση του απέναντι στην εξουσία είναι άλλωστε προσεκτική. Ο Μονταλμπάνο, που βλέπει μόνο διαφθορά στο ιταλικό πολιτικό και δικαστικό σύστημα, αποφεύγει να πάρει μέρος στα βρώμικα παιχνίδια του κράτους. Δεν αποσκοπεί στην αναγνώρισή του ίδιου ως ήρωα που πολεμάει ενάντια στη διαφθορά, αλλά το μόνο που θέλει είναι να διασφαλίσει δικαιοσύνη για τα θύματα του εγκλήματος και να συμβάλει στη δημιουργία μιας ‘’καθαρής’’ Σικελίας.
Αν ο ίδιος ο Manuel Vázquez Montalbán έχει εμπνεύσει το όνομα του πρωταγωνιστή, ο ήρωάς του, ο Πέπε Καρβάλιο, έχει δώσει και αυτός στοιχεία του στον επιθεωρητή Μονταλμπάνο. Μια ομοιότητα εντοπίζεται στη δυσκολία που αντιμετωπίζει ο αναγνώστης που προσπαθεί να προβλέψει την επόμενη κίνηση του επιθεωρητή. Ακολουθώντας την παράδοση του hard-boiled, ο Μονταλμπάνο είναι ένας αδιάφανος χαρακτήρας. Είναι «απρόβλεπτος όχι επειδή δεν ξέρουμε τι σκέφτεται, αλλά αντιθέτως επειδή ξέρουμε όλες τις πράξεις και τις σκέψεις του, ωστόσο τακτικά γινόμαστε μάρτυρες της αλλοπρόσαλλης και αναξιόπιστης συμπεριφοράς του».[iii]  Όπως ο Καρβάλιο, έτσι και ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο στηρίζεται στο ένστικτό του, σε τυχαίες συναντήσεις ακόμα και στην πλοκή αστυνομικών μυθιστορημάτων που διαβάζει για να κατευθύνει την έρευνα. Στην Ηλικία της αβεβαιότητας, ως κλειδί για την εξιχνίαση της υπόθεσης λειτουργεί το μυθιστόρημα του Georges Simenon Les Pitard, όταν ο Μονταλμπάνο ανασύρει από την αναγνωστική του μνήμη το όνομα ενός χαρακτήρα του βιβλίου. Ρόλο οδηγού στην έρευνα παίζουν ακόμα τα όνειρα του επιθεωρητή. Σε αυτά βρίσκει σημάδια που τον βοηθούν να προσανατολιστεί και να βρει απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα.
Για τη ερευνήτρια Maja Mikula, ο Μονταλμπάνο «εκπροσωπεί τη γνώση σε μια κοινωνία όπου επικρατεί η πληροφορία».[iv] Παρά το ότι ζει και εργάζεται στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, εκμεταλλεύεται ελάχιστα τις νέες τεχνολογίες για να διευκολύνει τις έρευνές του. Είναι μετρημένες οι φορές που ζητά από τον τεχνολογικά καταρτισμένο υπάλληλό του, τον Καταρέλα, «με τις αξιοσημείωτες ικανότητές του στη χρήση των υπολογιστών να βρίσκονται σε αντίθεση με την απύθμενη βλακεία του»[v] να τον βοηθήσει. Απορρίπτοντας, επιπλέον,  εκ προοιμίου τις μακροσκελείς λίστες ληξιαρχικών αλλά συχνά καίριων πληροφοριών που συγκεντρώνει ο άλλος υφιστάμενός του, ο Φάτσιο, ο Μονταλμπάνο προτιμά να αντλεί από την προσωπική του εμπειρία ή να απευθύνεται σε φίλους και βιβλία. Μια επιλογή που υπογραμμίζει την άρνησή του να εισέλθει ανενδοίαστα στη νέα ψηφιακή εποχή.
Ένα ακόμα κοινό σημείο μεταξύ του Σάλβο Μονταλμπάνο και του Πέπε Καρβάλιο είναι ο βίαιος αντρισμός τους που θυμίζει τους ήρωες κλασικών hard-boiled μυθιστορημάτων. Ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο, αν και προτιμά να λύνει τα προβλήματα χωρίς τη χρήση βίας και όπλων, ξέρει να χρησιμοποιεί τη σωματική του δύναμη όπου και όποτε χρειάζεται και μπορεί να γίνει πραγματικά βίαιος αν το απαιτήσουν οι περιστάσεις. Είναι χαρακτηριστικές, άλλωστε, οι τελευταίες- έντονα κινηματογραφικές- σκηνές της Ηλικίας της αβεβαιότητας, όπου ο Μονταλμπάνο μετατρέπεται σε ατρόμητο Ράμπο. Η αρρενωπότητά του εκφράζεται, ωστόσο, επίσης, θετικά στην εκτίμησή του για την αντρική φιλία και συντροφικότητα. Με τον Φάτσιο, τον Μιμί και τους υπόλοιπους υφισταμένους του λειτουργούν σαν μια ομάδα φίλων συνασπισμένων ενάντια στο έγκλημα, θυμίζοντας συχνά τους ήρωες εφηβικών αφηγημάτων μυστηρίου.
Η στενή του σχέση με τους συναδέλφους του είναι άλλωστε ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Μονταλμπάνο, αν και ταιριάζει στον ορισμό του νουάρ ήρωα ως ένας ‘’μοναχικός άντρας που αντιστέκεται σε έναν διεφθαρμένο κόσμο’’, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως τέτοιος.  Ωστόσο, αυτό που τον συνδέει με τον ήρωα κλασικών νουάρ αφηγημάτων είναι το όλο και πιο δυνατό αίσθημα απογοήτευσης και απαισιοδοξίας που τον διακατέχει, όπως και ο τρόπος που σκέφτεται σχετικά με το θάνατο. Για τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο, ο θάνατος είναι μια χυδαιότητα. Στο Σχήμα του Νερού, ο Camilleri γράφει χαρακτηριστικά:
«Ο διοικητής υποστήριζε πως κάθε θάνατος, ακόμα και ο πιο τιποτένιος, διατηρεί ανέπαφη την ιερότητά του. Ο Μονταλμπάνο είχε αντιτείνει – και ήταν απόλυτα ειλικρινής- πως δεν κατόρθωνε να αντιληφθεί τίποτα το ιερό σε κανέναν απολύτως θάνατο, ακόμα και στο θάνατο ενός παπά».[vi]
Πρόκειται για μια στάση προς το θάνατο σίγουρα όχι πολύ δημοφιλή στην καθολική Ιταλία, πόσο μάλλον στην, ακόμα πιο συντηρητική σε ζητήματα θρησκείας, Σικελία. Στην Ηλικία της αβεβαιότητας, όπου τον τόνο δίνει η ανησυχία του Επιθεωρητή για την ηλικία του και τα επικείμενα γηρατειά, ο θάνατος είναι συνεχώς παρών. Ο Μονταλμπάνο δεν παύει να τον ειρωνεύεται αλλά δεν φαίνεται πια τόσο σίγουρος για τον εαυτό του. Τα περιπαικτικά σχόλια του ιατροδικαστή Πασκουάνο για την ηλικία του δεν είναι πλέον πάντα ευπρόσδεκτα. Αυτό που έχει, επίσης, ενδιαφέρον είναι ο ρόλος του θανάτου- και αυτού που μπορούμε να θεωρήσουμε μια σύντομη εκδοχή του, του ύπνου- στην αφηγηματική δομή του μυθιστορήματος. Με έναν περίτεχνο κυκλικό τρόπο, η Ηλικία της αβεβαιότητας αρχίζει και τελειώνει με τον Επιθεωρητή να κοιμάται, εγκλωβισμένος σε όνειρα και πραγματικότητες όπου ο θάνατος πρωταγωνιστεί.

Πικρή μικρή πατρίδα
Ο Andrea Camilleri είναι Σικελός, όπως ο ήρωάς του. Με καταγωγή από την μικρή παραλιακή πόλη Πόρτο Εμπέδοκλε του Αγκριτζέντο, που λειτουργεί ως μοντέλο της λογοτεχνικής Βιγκάτα, φιλοτεχνεί το πορτρέτο μιας Σικελίας κυριευμένης από ένα αποδεκτό και σχεδόν οργανωμένο χάος. Ο ίδιος ο Μονταλμπάνο, αηδιασμένος από τα μικρά και μεγάλα προβλήματα της πατρίδας του, συχνά αναφέρεται σε αυτή με πικρία. Ωστόσο, δεν μπορεί να εγκαταλείψει το νησί όπου έχει ζήσει ολόκληρη την ζωή του, ούτε ακόμα και για να ακολουθήσει την σύντροφό του Λίβια στη Βόρεια Ιταλία, όπου εκείνη ζει μόνιμα. Η αναπαράσταση της Σικελίας στα μυθιστορήματα του Camilleri είναι πολυδιάστατη. Από τη μια μεριά, το νησί προκύπτει ένας τόπος όπου συνυπάρχουν η απόλυτη ομορφιά και η απόλυτη φρίκη. Στην Ηλικία της αβεβαιότητας, κατά τη διάρκεια της βόλτας του προς τον φάρο μετά την απόλαυση ενός εξαιρετικού δείπνου στο εστιατόριο του Έντσο, ο Μονταλμπάνο βρίσκεται αντιμέτωπος με το τραγικό θέαμα της διάσωσης μιας βάρκας γεμάτης με εξαντλημένους λαθρομετανάστες. Σχετικά με αυτό ο Laurent Lombard σχολιάζει ότι η ματιά του Andrea Camilleri στην Σικελία επικεντρώνεται:
«στους δύο κόσμους που αντιτίθενται: τον έντιμο κόσμο του επιθεωρητή και της ομάδας του και τον επιφανειακό επομένως ανήθικο κόσμο των γραφειοκρατών. Ο συγγραφέας παίζει με την την διπλή μετάθεση της πραγματικότητας : δίπλα στα χρώματα της Σικελίας, τις μυρωδιές και την  γαστρονομία της, και τη διάλεκτό της, αναπτύσσονται η νέα μαφία, η διαφθορά και τα μεταναστευτικά κύματα.»[vii]
Από την άλλη μεριά, η αναπαράσταση της Σικελίας στο έργο του Andrea Camilleri έχει να κάνει σε σημαντικό βαθμό με μια σειρά επίμονων υπενθυμίσεων της αντίθεσης μεταξύ του νησιού και της βόρειας Ιταλίας, μια αντίθεση που έχει βαθιές ρίζες στην ιταλική κουλτούρα αλλά και στη  σύγχρονη πολιτική. Η Λίβια, άλλωστε, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια σχέσης με τον Μονταλμπάνο, νιώθει ξένη όταν τον επισκέπτεται στη Βιγκάτα. Αδυνατεί να κατανοήσει τον στενό δεσμό που δένει τους Σικελούς με τον τόπο τους. 
Στη Σικελία το έγκλημα βρίσκεται παντού, και η Βιγκάτα δεν είναι παρά μία μικρογραφία του νησιού. Το πανταχού παρόν έγκλημα και η συνακόλουθη μίζερη καθημερινότητα είναι στη συνείδηση των Σικελών αναγκαίο κακό. Με τον ίδιο τρόπο, η Μαφία είναι πλέον κομμάτι της πραγματικότητας, χωρίς αυτό να την κάνει λιγότερο απειλητική. Όταν ο – ατρόμητος κατά τα άλλα- Μονταλμπάνο βρίσκει στο γραφείο του ένα στεφάνι από άσπρους κρίνους, κλασικό μήνυμα της Μαφίας , δεν μπορεί να κρύψει ότι ταράζεται.
Πέρα από τη Μαφία, μεγάλο πρόβλημα φαίνεται να είναι η διαφθορά στα υψηλά κλιμάκια.  Στις έρευνες του Μονταλμπάνο συχνά βρίσκεται εμπόδιο κάποιος βουλευτής, εκκλησιαστικός αξιωματούχος, δημοτικός άρχοντας ή μαφιόζος που προσπαθεί να τον σταματήσει για να προστατεύσει πρόσωπα και καταστάσεις. Αυτή η πραγματικότητα φαίνεται να βρίσκεται στη ρίζα του πεσιμισμού που χαρακτηρίζει την ιταλική αστυνομική λογοτεχνία. Στην Ιταλία της Μαφίας και της διεφθαρμένης εξουσίας, η σύλληψη κάποιου υπόπτου δεν σημαίνει ότι το έγκλημα πρόκειται πλέον να τιμωρηθεί. Εφόσον η έρευνα δεν καταλήγει στην τιμωρία του αληθινού ενόχου, η αφήγηση δεν επικεντρώνεται πλέον στην αναζήτηση της αλήθειας αλλά στην αναπαράσταση της κοινωνίας, στη κυνική κριτική της ιταλικής αστυνομίας, του δικαστικού συστήματος και γενικότερα του κράτους. Ο Lombard θεωρεί ότι ίσως για αυτό να ευθύνεται η ιταλική κουλτούρα της σιωπής, της λεγόμενης omertà˙ στην Ιταλία η αποκάλυψη της αλήθειας μπορεί να επιφέρει ακόμα και θάνατο, όταν εμπλέκεται η Μαφία.[viii] Στην Ηλικία της αβεβαιότητας πάντως, το έγκλημα είναι μια διεθνής υπόθεση και η Σικελία ένας μόνο από τους τόπους που το φιλοξενούν σε ένα παγκοσμιοποιημένο τοπίο ανισότητας και εκμετάλλευσης.

Η γλυκιά γεύση της αμαρτίας
Παρά τις πολυάριθμες πληγές της ιδιαίτερης πατρίδας του, από την καθημερινότητα του επιθεωρητή Μονταλμπάνο στη Βιγκάτα δεν λείπουν οι απολαύσεις. Ανάμεσα σε αυτές, η τελετουργία του φαγητού φαίνεται να είναι εξαιρετικής σημασίας - ένα ακόμα στοιχείο που ο Andrea Camilleri μοιράζεται με τον Manuel Vázquez Montalbán. Η απόλαυση ενός καλομαγειρεμένου πιάτου βρίσκεται πολύ ψηλά στη λίστα προτεραιοτήτων του Μονταλμπάνο. Όσο για τα γούστα του, προτιμάει το ψάρι και τη μαγειρική είτε της ιδιότυπης οικονόμου του Αδελίνα, είτε κάποιου μάγειρα των αγαπημένων του εστιατορίων. Στην Ηλικία της αβεβαιότητας προτιμά να τρώει στον Έντσο (μελιτζάνες με παρμεζάνα, μακαρόνια με σάλτσα από μελάνι σουπιάς και τηγανητός γόνος καλαμάρι είναι μερικές μόνο από τις σπεσιαλιτέ)- δεν λείπει όμως και η σπάνια εμπειρία του φαγητού σε ένα κακό εστιατόριο που τον εξοργίζει:
«Καταραμένη η στιγμή που αποφάσισε να φάει σ’ εκείνο το βρομερό και πανάκριβο εστιατόριο! Μπορεί ο μάγειρας να μαγείρευε υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών ή να ήταν εγκληματίας που εξολόθρευε κόσμο. Φαγητά ζεματιστά, καμένα, άνοστα, αλμυρά, ούτε από λάθος δεν πέτυχε κάτι.»[ix]
Στα μυθιστορήματα του Camilleri, τα αποσπάσματα που αφιερώνονται στο φαγητό και το ποτό παίζουν ένα ρόλο ανάλογο με αυτά στο έργο του Montalbán. Το φαγητό και το ποτό είναι για τον επιθεωρητή μια αφορμή να χαλαρώσει και να βρει έμπνευση για κάποια δύσκολη υπόθεση που τον απασχολεί- πόσο μάλλον όταν το γεύμα ακολουθείται από έναν χωνευτικό περίπατο δίπλα στην θάλασσα. Για το συγγραφέα, από την άλλη, είναι μια ευκαιρία να ρίξει τους ρυθμούς της αφήγησης και να εντείνει το στοιχείο του σασπένς.
Όσον αφορά τις γυναίκες, ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο είναι ένας άντρας παλαιάς κοπής. Οι απόψεις του για τις σχέσεις των δύο φύλων είναι μάλλον συντηρητικές. Διατηρεί μια μακροχρόνια σχέση από απόσταση με τη Λίβια, αποφεύγει όμως να  παντρευτεί την αγαπημένη του. Ο φόβος του για τη δέσμευση σε συνδυασμό με την βαθιά αγάπη του για τη Λίβια είναι ίσως τα αίτια των συχνών προβλημάτων του ζευγαριού. Στην Ηλικία της αβεβαιότητας τα προβλήματα αυτά φαίνεται να είναι πιο έντονα παρά ποτέ. Στη συνήθη ένταση της σχέσης προστίθεται ένας πειρασμός που απειλεί να παρασύρει τον πάντα πιστό Μονταλμπάνο. Η Λάουρα Μπελαντόννα, υποπλοίαρχος στο Λιμεναρχείο της Βιγκάτα, «σχεδόν μια παλάμη πιο ψηλή από εκείνον, με μεγάλα αστραφτερά μάτια, χείλη κατακόκκινα που δεν είχαν ανάγκη από κραγιόν για να τονιστούν και το σημαντικότερο πολύ γλυκιά»[x] από μια γοητευτική επαγγελματική γνωριμία μετατρέπεται σε εμμονή για τον ήρωα του Camilleri. Η έλξη είναι αμοιβαία αλλά οι ενοχές και ο φόβος της αλλαγής δεν αφήνουν τον επιθεωρητή να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες του. Αφήνεται, ωστόσο, να ξανανιώσει συναισθήματα που έχει ξεχάσει, όσο κι αν νιώθει πως δεν είναι ταιριαστό στην ηλικία του:
«Το μυαλό του χάθηκε στη σκέψη της κοπέλας. Τον ενοχλούσε που μόλις την σκεφτόταν, δε μπορούσε να συγκεντρωθεί σε τίποτ’ άλλο. Στο μυαλό του κυριαρχούσε μόνο εκείνη, το περπάτημά της, το γέλιο της... κατά βάθος ντρέποταν. Δεν ήταν σοβαρά πράγματα αυτά για έναν άντρα της ηλικίας του. Όμως δε μπορούσε να κάνει τίποτα.»[xi]
Έτσι, η παρ’ ολιγον περιπέτεια με τη Λάουρα γίνεται αφορμή για τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο να συνειδητοποιήσει τη βαθειά του αγωνία για το πέρασμα στην τρίτη ηλικία. Αναλογίζεται:
«Τότε τι νιώθω για κείνη;
Έλξη. Πόθο. Ματαιοδοξία. Ή τη βλέπεις σαν σχεδία που πιάνεσαι απελπισμένα πάνω της για να μην πνιγείς στη θάλασσα των γηρατειών.»[xii]
Πέρα από την θελκτική Λάουρα, δεν θα μπορούσε να λείπει από το μυθιστόρημα και ένας χαρακτήρας τυπικός στο αστυνομικό μυθιστόρημα, η femme fatale. Η ιδιοκτήτρια του σκάφους Βάννα, που ονομάζεται Λίβια όπως και η σύντροφος του Μονταλμάνο, είναι μια γυναίκα που με όπλο της το σεξ παρασέρνει τους άντρες που την ακολουθούν σε επικίνδυνους δρόμους. Στον αντίποδα της, η οικονόμος του Μονταλμπάνο, η στοργική Αδελίνα, είναι μια μητρική φιγούρα που, επιπλέον, μαγειρεύει υπέροχα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο ο Camilleri παίζει με το μοτίβο της σχολής του hard-boiled για τη γυναίκα ως καταστροφικό καταλύτη της δράσης. Μπορεί Η ηλικία της αβεβαιότητας να ξεκινάει, όπως πολλά κλασικά αστυνομικά μυθιστορήματα, με την επίσκεψη μιας άγνωστης γυναίκας στον ντετέκτιβ, η γυναίκα αυτή όμως είναι κάθε άλλο παρά γοητευτική και ο τρόπος συνάντησης ευρηματικός. Άλλωστε, η Βάννα, η κοπέλα που παίζει το ρόλο του μυστηριώδους θηλυκού σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, αποδεικνύεται ότι είναι κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που φαίνεται. Στην Ηλικία της αβεβαιότητας η αλήθεια είναι καλά κρυμμένη πίσω από ένα πυκνό δίχτυ ψεμάτων, προσωπείων και παρανοήσεων.
Ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα του Andrea Camilleri να είναι ότι γράφει αυθεντικά ιταλικά αστυνομικά μυθιστορήματα που όμως βρίσκονται σε συνεχή διάλογο με τη διεθνή σκηνή της αστυνομικής λογοτεχνίας. Καθώς αναφέρεται σε κλασικά έργα του είδους με πολλαπλούς τρόπους, όχι μόνο παραθέτοντας τίτλους μυθιστορημάτων και ονόματα προσώπων, αλλά και εμπνεόμενος στην κατασκευή των χαρακτήρων από αναγνωρίσιμους ήρωες, ο Andrea Camilleri υποστηρίζει την εγγραφή των μυθιστορημάτων του σε μια ορισμένη λογοτεχνική κατηγορία. Πιο συγκεκριμένα, στον επιθεωρητή Μονταλμπάνο συναντάμε στοιχεία του Πέπε Καρβάλιο αλλά και του ήρωα του Ζώρζ Σιμενόν, επιθεωρητή Μαιγκρέ. Το αποτέλεσμα του συνδυασμού είναι ένας πρωτότυπος μυθιστορηματικός ήρωας.
Η επιρροή του Montalbán συγγραφέα δεν εκδηλώνεται μόνο μέσω του κεντρικού χαρακτήρα και της αγάπης του για το καλό φαγητό και ποτό, αλλά και στην αναπαράσταση της Σικελίας που, όπως και η Βαρκελώνη, παρουσιάζεται ως ένας τόπος όπου συνυπάρχουν η ομορφιά και η φρίκη. Παράλληλα, ο συγγραφέας ξεπερνά τα όρια του είδους, καθώς αναφέρεται σε σημαντικά τοπικά, εθνικά και διεθνή πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα.  Στα βιβλία του, η καυστική κοινωνική κριτική συνυπάρχει με ορισμένα από τα πιο συνήθη μοτίβα της αστυνομικής  λογοτεχνίας. Αυτό που κάνει, ωστόσο, μοναδικό το έργο του Andrea Camilleri είναι το αυθεντικό τοπικό χρώμα: μέσα από μία καλοδουλεμένη αστυνομική αφήγηση προκύπτει τελικά το ειλικρινές πορτρέτο της σύγχρονης Σικελίας.
Ελένη Παπαγεωργίου
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο The Books' Journal, τεύχος 13, Νοέμβριος 2011) 

[i] Gialli είναι ο πληθυντικός της λέξης giallo που στα Ιταλικά σημαίνει κίτρινο, το χαρακτηριστικό χρώμα των εξωφύλλων της αστυνομικής σειράς του Mondadori.
[ii] Lombard, Laurent. “Le roman policier italien: entre mystère et silence”. Mouvements 15/16 (2001). σ. 65
[iii] Maeder, C.M. Constantino. “Crime novels in Italy”. Investigating Identities. Questions of Identity in Contemporary International Crime Fiction. Επιμ. Marieke Krajenbrink και Kate M. Quinn. Άμστερνταμ και Νέα Υόρκη: Rodopi, 2009. σ. 274
[iv] Mikula, Maja. “Intellectual engagement in Andrea Camilleri’s Montalbano fiction”. Storytelling. 5/1 (2005). σ. 34
[v] ό.π., σ. 34
[vi] Camilleri, Andrea. Το σχήμα του νερού. Μια υπόθεση για τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο. Μτρφ. Μαρία-Ρόζα Τραϊκόγλου. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 1999. σ. 30
[vii] Lombard, Laurent. “Le roman policier italien: entre mystère et silence”. Mouvements 15/16 (2001). σ. 66
[viii] ό.π., σ. 63
[ix] Camilleri, Andrea. Η ηλικία της αβεβαιότητας. Μια υπόθεση για τον  επιθεωρητή Μονταλμπάνο. Μτρφ. Φωτεινή Ζερβού. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2011. σ. 129
[x] ό.π., σ. 55
[xi] ό.π., σ. 95
[xii]ό.π., σ. 240




Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο σε θολά νερά

Νέο κείμενο στο περιοδικό The Books' Journal που κυκλοφορεί (Νοέμβριος 2011). Για το νέο βιβλίο του Αντρέα Καμιλλέρι Στην Ηλικία της Αβεβαιότητας (Εκδόσεις Πατάκη) αλλά και για όλο το έργο του Σικελού συγγραφέα.

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Στην Ελλάδα του αστυνόμου Χαρίτου

Το 1995 σημαδεύεται από ένα καθοριστικό γεγονός για την ελληνική αστυνομική λογοτεχνία, ένα υποτιμημένο και σχεδόν ακαλλιέργητο λογοτεχνικό είδος στη χώρα επί αρκετές δεκαετίες. Η δημοσίευση του Νυχτερινού Δελτίου, του πρώτου από τα έξι αστυνομικά μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη, σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας περιόδου για την ελληνική αστυνομική λογοτεχνία. Δεκαέξι χρόνια μετά, ο Μάρκαρης δεν είναι ο μοναδικός πετυχημένος Έλληνας συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας. Είναι, ωστόσο, ο αδιαμφισβήτητος πρεσβευτής της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά και της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, στον κόσμο, καθώς τα μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δεκατέσσερις γλώσσες.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, ένα νέο είδος αστυνομικής λογοτεχνίας προέκυψε στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στον πολιτικά ασταθή Νότο. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ζωρζ Σιμενόν, o οποίος στα αστυνομικά αφηγήματά του έδινε προτεραιότητα στην ψυχολογία, οι συγγραφείς του νέου αυτού ρεύματος δεν επικεντρώνουν την αφήγησή τους «στο ίδιο το έγκλημα, αλλά στο ‘σκηνικό χώρο’, στον τόπο όπου ο ντετέκτιβ και τα θύματα ζουν και με τον οποίο τους συνδέουν ισχυροί δεσμοί»[i]. Η προσοχή που δίνεται στην εξερεύνηση των διαφόρων loci criminalis είναι ορισμένες φορές «τόσο λεπτομερής που πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα μπορούν ακόμα να θεωρηθούν μελέτες περίπτωσης και κοινωνικά μυθιστορήματα»[ii] , υποστηρίζει η θεωρητικός Eva Erdmann στο άρθρο της “Nationality international: Detective fiction in the late twentieth century”. Προσθέτει, μάλιστα, ότι όσο αυξάνεται η ποικιλία των πόλεων και χωρών  που χρησιμοποιούνται ως σκηνικά αστυνομικών αφηγήσεων, «η ανάγνωση αστυνομικής λογοτεχνίας τρέπεται σε εθνογραφική ανάγνωση»[iii]. Στα τέλη του εικοστού αιώνα, η αστυνομική λογοτεχνία «έχει αναλάβει την υποχρέωση να περιγράφει τις τοπικές κουλτούρες».[iv]
Την αρχή έκανε το 1974 ο Καταλανός Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν με την κυκλοφορία του πρώτου μυθιστόρηματός του με ήρωα τον Πέπε Καρβάλιο, με τον τίτλο Τατουάζ.  Το τελευταίο βιβλίο που πρωταγωνιστεί ο Καταλανός ιδιωτικός ντετέκτιβ κυκλοφόρησε στα Ισπανικά μόλις το 2000. Μέσα σε αυτά τα εικοσιπέντε χρόνια, ο Πέπε Καρβάλιο και η μυθολογία του ρίζωσαν στην συνείδηση των αναγνωστών στην Ισπανία και όχι μόνο εκεί. Μετά το 1989 και τις μεγάλες αλλαγές που σήμανε η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων και η επίσημη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, ορισμένοι νοτιοευρωπαίοι συγγραφείς στράφηκαν στο έργο του Μονταλμπάν ως σημείο αναφοράς για να γράψουν τα δικά τους αστυνομικά μυθιστορήματα, χωρίς να κρύβουν τις επιρροές τους από τον Καταλανό πρωτεργάτη. Σήμερα πλέον μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι το αποτέλεσμα ήταν ένα νέο είδος αστυνομικής λογοτεχνίας, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της Μεσογειακής Ευρώπης, στο οποίο συνήθως κριτική και αναγνώστες αναφέρονται ως Μεσογειακό Νουάρ.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, πιονιέρος του Μεσογειακού Νουάρ υπήρξε ο Πέτρος Μάρκαρης. Στη  σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων που δημοσιεύει από το 1995 μέχρι σήμερα επιλέγει συνειδητά να ακολουθήσει το ρεύμα του Μεσογειακού Νουάρ, αναγνωρίζοντας τα πλεονεκτήματα που του προσφέρει το είδος.

Ο ήρωας της Λεωφόρου Αλεξάνδρας
Πρωταγωνιστής είναι ο Αστυνόμος Κώστας Χαρίτος, επικεφαλής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της Αστυνομικής Ασφάλειας Αθηνών. Διανύοντας πλέον τη μέση ηλικία, με καταγωγή από κάποιο χωριό της Ηπείρου, ο Χαρίτος ζει με τη γυναίκα του, την Αδριανή, στο Παγκράτι. Η μοναχοκόρη τους, η Κατερίνα, στα πρώτα βιβλία διδακτορική φοιτήτρια Νομικής στη Θεσσαλονίκη, βρίσκεται στα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια, το πιο πρόσφατο μυθιστόρημαα, να εργάζεται ως δικηγόρος, παντρεμένη με τον γιατρό Φάνη. Γιος ενωματάρχη, ο Χαρίτος δεν επέλεξε το επάγγελμα του αστυνομικού αλλά ήταν η μόνη δυνατότητα που του δόθηκε για να φύγει από το χωριό του. Αν και είναι πετυχημένος στη δουλειά του και έχει κερδίσει το σεβασμό του προισταμένου του Γκίκα, ο Χαρίτος δεν απολαμβάνει ιδιαίτερων προνομίων στην υπηρεσία. Αυτό μάλλον οφείλεται  στην ενοχλητική επιμονή του και στη σθεναρή  άρνησή του να αλλάξει τη ρότα της έρευνας όποτε τυχαίνει να εμπλέκονται ισχυροί άντρες της πολιτικής ή των επιχειρήσεων.
Ο Αστυνόμος Χαρίτος δεν είναι ένας πολιτικά ορθός λογοτεχνικός χαρακτήρας. Συχνά φέρνει τον αναγνώστη σε δύσκολη θέση, καθώς δεν καταδικάζει ευθέως την ψυχολογική ή φυσική βία της αστυνομίας και ενίοτε εκφέρει σεξιστικά ή ρατσιστικά σχόλια. Στο Νυχτερινό Δελτίο, γραμμένο το 1995, λίγο μετά την κατάρρευση του καθεστώτος στην Αλβανία και την εισροή του πρώτου μεγάλου κύματος μεταναστών στην Ελλάδα, καθώς ανακρίνει έναν Αλβανό για τη δολοφονία δύο συμπατριωτών του γίνεται επιθετικός: «‘’Mε δουλεύεις, ρε  παλιοπούστη,  κωλοαλβανέ!’’ ουρλιάζω έξαλλος. ‘’Θα σου φορτώσω όσες δολοφονίες  αλβανών ρεμπεσκέδων εκκρεμούν στο αρχείο εδώ και τρία χρόνια, και θα φας ισόβια, γαμώ τον Μπερίσα μου!’’»[v]. Ωστόσο, πίσω από τα σχόλιά του ανιχνεύεται ένα πικρό χιούμορ:
«Τρομοκράτες, ληστείες, ναρκωτικά, ποιος έχει καιρό ν’ ασχολείται με Αλβανούς; Αν είχαν σκοτώσει κανέναν δικό μας , Έλληνα, απ’ αυτούς που τώρα τρώνε σνακ ή κρέπες, θα ήταν διαφορετικό. Μεταξύ τους όμως ας κάνουν ό,τι θέλουν. Φτάνει που διαθέτουμε τα ασθενοφόρα για τη διακινησή τους.»[vi]
Άλλωστε, η δυσκολία του ήρωα του Μάρκαρη να προσαρμοστεί στη νέα πολυπολιτισμική πραγματικότητα της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική του παλαιών αρχών χαρακτήρα που θέλει να χτίσει ο συγγραφέας. Ο Χαρίτος αναπολεί με νοσταλγία το παρελθόν και αντιδρά στις αλλαγές. Μπορεί να μην αναπολεί τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του ζωής κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας, ομολογεί, ωστόσο, ότι πήρε μέρος ως νεαρός αστυνομικός στην έφοδο στο Πολυτεχνείο το Νοέμβρη του 1973, αλλά και ότι χρησιμοποιεί ακόμα κάποιες από τις ανακριτικές τεχνικές που έμαθε από τον Επιθεωρητή Κωστάρα, βασανιστή στην Μπουμπουλίνας.  Ο Χαρίτος δεν θλίβεται για την πτώση της Χούντας, ούτε όμως απολογείται επειδή υπήρξε μάρτυρας των εγκλημάτων της από τη θέση του αστυνομικού, δεν είναι παρά ένα ακόμα κεφάλαιο της καριέρας του.
Όσον αφορά τα πολιτικά του πιστεύω, ο Αστυνόμος Χαρίτος κλίνει προς τη δεξιά αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι φανατικός υποστηρικτής κάποιου πολιτικού ρεύματος. Ως απόδειξη της ουδετερότητάς του λειτουργεί η ιδιόμορφη φιλία του με τον Ζήση, έναν συνταξιούχο αντιστασιακό και παθιασμένο αριστερό που γνώρισε στην Ασφάλεια κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας: o Ζήσης ήταν κρατούμενος και ο Χαρίτος υπηρετούσε εκεί. Μια φιλία δυνατή αλλά και κρυφή, επειδή ο Χαρίτος ντρέπεται να παραδεχτεί ότι κάνει παρέα με έναν κομμουνιστή και αντίστοιχα ο Ζήσης ότι κάνει παρέα με έναν μπάτσο. Με τα λόγια του Χαρίτου, «Eτσι, από την αμοιβαία ντροπή μας προέκυψε μια αμοιβαία εκτίμηση, έστω και αν δεν την  ομολογούσαμε ποτέ ο ένας στον άλλο».[vii] Όταν η Κατερίνα θα περάσει μια δύσκολη περίοδο και θα αμφισβητήσει τη στάση του πατέρα της κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας, ο Χαρίτος θα της γνωρίσει τον Ζήση και έκτοτε η Κατερίνα θα απευθύνεται συχνά σε αυτόν για να τη συμβουλεύσει ή να τη στηρίξει.
Όσο δύσκολο είναι για τον Αστυνόμο Χαρίτο να παραδεχτεί τα φιλικά του αισθήματα για το Ζήση, άλλο τόσο δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει προβλήματα υγείας ή αυτά του οικογενειακού του περιβάλλοντος. Όταν ανακαλύπτει ότι έχει πρόβλημα με την καρδιά του, όταν αναρρώνει από έναν τραυματισμό ή όταν στο Βασικό Μέτοχο η Κατερίνα πέφτει θύμα τρομοκρατικής επίθεσης, δεν έχουμε απέναντί μας παρά έναν τρομαγμένο, αδύναμο άντρα. Οι ανθρώπινες αδυναμίες του υπογραμμίζουν το γεγονός ότι ο ήρωας του Μάρκαρη είναι καταρχήν ένας καθημερινός χαρακτήρας, ένας μικρομεσαίος οικογενειάρχης. Όπως ομολογεί ο ίδιος: «Αλλά εγώ το έχω πάρει απόφαση ότι είμαι ένας μικρομεσαίος που η ζωή του κυλάει με μικρές χαρές και μικρές εκδικήσεις».[viii]
Τα μόνα πάθη του Χαρίτου είναι το παλιό του αυτοκίνητο, ένα Fiat 131 Mirafiori, το οποίο στα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια αναγκάζεται να αντικαταστήσει με ένα Σέατ Ίμπιζα ενόψει του γάμου της Κατερίνας, και η ανάγνωση λεξικών. Ο Χαρίτος απολαμβάνει όσο τίποτε να απομονώνεται στο δωμάτιό του και να μελετά τα λήμματα κάποιου από τα πολλά λεξικά της συλλογής του. Λόγου χάρη, στον πρώτο τόμο της Τριλογίας της Κρίσης, στα πρόσφατα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια, διαβάζουμε μαζί με τον Χαρίτο τους ορισμούς του λεξικού του Δημητράκου πολλών από τους όρους της σύγχρονης οικονομικής πραγματικότητας: δάνειο, κατάσχεση,  τραπεζίτης, τοκογλύφος. Οι ορισμοί συχνά ενσωματτώνονται στην αφήγηση και λειτουργούν ως τροφή για σκέψη για τον πρωταγωνιστή. Μέσω των παραδειγμάτων των λημμάτων, επίσης, προτείνεται ένα ολόκληρο πλέγμα αναφορών στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Έτσι, η μελέτη των λεξικών λειτουργεί στα μυθιστορήματα του Μάρκαρη όπως λειτουργεί η καύση των βιβλίων από τον Πέπε Καρβάλιο στο έργο του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν ή οι συχνές αναφορές στα λογοτεχνικά αναγνώσματα του Επιθεωρητή Μονταλμπάνο στο έργο του Αντρέα Καμιλλέρι. Αξίζει να σημειώσουμε ότι, αν ο Χαρίτος ανατρέχει στους ορισμούς των λεξικών για να ερμηνέυσει τον κόσμο, παρομοίως η σύζυγός του διαθέτει μία ανεξάντλητη συλλογή παροιμιών, λαικών ρήσεων και αρχαίων γνωμικών, κατάλληλων για κάθε περίσταση.
Αυτό που σίγουρα δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα ενδιαφέροντα του Αστυνόμου Χαρίτου είναι η τεχνολογία. Αν ο Επιθεωρητής Μονταλμπάνο δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τη συσκευή του βίντεο, οι τεχνολογικές δεξιότητες του Χαρίτου δεν πάνε παραπέρα από το άνοιγμα και το κλείσιμο της τηλεόρασης και του ραδιοκασετόφωνου. Αρνείται πεισματικά να μάθει να χρησιμοποιεί τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και να ‘εκσυγχρονίσει’ έτσι τις έρευνές του. Αν υπάρχει όμως κάτι που απεχθάνεται περισσότερο από την πληροφορική ο Αστυνόμος Χαρίτος, είναι τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και οι λειτουργοί τους. Στα πρώτα βιβλία, τα ΜΜΕ, και ιδιαίτερα η- προσφάτως εγκαθιδρυμένη- ιδιωτική τηλεόραση, βρίσκονται στο στόχαστρο της κριτικής του. Δεν τον ενοχλούν τόσο τα κίτρινα ρεπορτάζ ή οι παρεμβάσεις των δημοσιογράφων στο έργο της αστυνομίας , όσο οι διεφθαρμένες σχέσεις μεταξύ των ΜΜΕ και των πολιτικών.

Η αναπαράσταση μιας νοσούσας χώρας
Στο στόχαστρο της κριτικής του Χαρίτου δεν βρίσκεται μόνο η διαφθορά στα υψηλά πολιτικά κλιμάκια, οι σχέσεις μεταξύ πολιτικών και επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στα όρια της νομιμότητας ή η κάλυψη που παρέχουν πολιτικοί παράγοντες στη μαφία, αλλά και η διαφθορά του απλού πολίτη. Σχολιάζει με πικρό χιούμορ την άρρωστη σχέση πολιτών και κράτους, την έλλειψη αξιοκρατίας, τα φακελάκια των γιατρών, τις μικροαπάτες και το παιχνίδι με τις αγροτικές επιχορηγήσεις της Ευρωπαικής Ένωσης κατά τη δεκαετία του 1990. Δεν αποφεύγει να ασκήσει κριτική και στην ίδια την αστυνομία, αναφερόμενος στον προιστάμενό του:
«Τόσα χρόνια βιδωμένος στην καρέκλα του γραφείου, να αναλώνει την σκέψη του στα γλειψίματα και στις ίντριγκες, έχει ξεχάσει ότι είναι αστυνομικός και φαντάζεται ότι δουλεύει στις δημόσιες σχέσεις.»[ix]
Στα πρώτα τρία μυθιστορήματα, είναι φανερό ότι ο πρωταγωνιστής συνδέει τη δυσάρεστη εικόνα με τη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, μια κυβέρνηση που συγκροτούν πρώην αριστεροί αγωνιστές. Ο Χαρίτος, που τους γνώρισε από τη θέση του αστυνομικού κατά τη διάρκεια της Χούντας, δεν τους εμπιστεύεται. Ο Πέτρος Μάρκαρης εκφράζει στα μυθιστορήματά του την απογοήτευση από τη νέα δημοκρατική Ελλάδα, δύο δεκαετίες μετά την πτώση της δικτατορίας. Ο συγγραφέας και ο ήρωάς του δεν είναι μόνοι τους. Στην Ισπανία, ο Πέπε Καρβάλιο δυσκολεύεται να αποδεχθεί την εμπλοκή πρώην κομμουνιστών στις προετοιμασίες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης, ενώ  στην Ιταλία ο Σάλβο Μονταλμπάνο εκπλήσσεται από την νέα γενιά τραπεζιτών και επιχειρηματιών της οποίας πρωτοστατούν πρώην σύντροφοί του στο Μάη του 1968.
Η λογοτεχνία του Μάρκαρη χαρακτηρίζεται από ξεχωριστή κοινωνική ευαισθησία. Στο Βασικό Μέτοχο, που κυκλοφορεί το 2006 με την Αλ Κάιντα και τις επιθέσεις των Τσετσένων να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, ο Χαρίτος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια υπόθεση τρομοκρατίας. Ακόμη, σε αυτό το μυθιστόρημα, τον απασχολεί η εγκατάλειψη των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων ούτε δύο χρόνια μετά από τους Αγώνες. Με πικρία διαπιστώνει ότι οι αθλητικές εγκαταστάσεις που με τόσα έξοδα και κόπο κατασκευάστηκαν, μετά τη λήξη των Αγώνων παραδόθηκαν στην ερήμωση και τη λεηλασία.
Στα πρόσφατα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια πραγματικός πρωταγωνιστής είναι η οικονομική κρίση. Ο χρόνος της αφήγησης είναι το καλοκαίρι του 2010 και η ύφεση και οι συνέπειές της έχουν αγγίξει την οικογένεια Χαρίτου: η Κατερίνα και ο Φάνης αντιμετωπίζουν εργασιακή και οικονομική ανασφάλεια, η αύξηση των συντάξιμων χρόνων επηρεάζει τον ίδιο το Χαρίτο, η Αδριανή γίνεται μάρτυρας της αυτοκτονίας ενός γείτονα  που αδυνατεί να αντεπεξέλθει στα χρέη του. Ο Χαρίτος παρατηρεί και προσπαθεί να παραμείνει ψύχραιμος. Χαρακτηριστική είναι η αντίδραση του γαμπρού του προς την απαισιοδοξία της Κατερίνας:
«Όχι, αλλά εντάξει, να φάμε τις περικοπές, τη μείωση του δέκατου τρίτου μισθού και των συντάξεων, να καταπιούμε το ασφαλιστικό... Όχι όμως να κόψουμε το σουβλάκι για να τρώμε κόλυβα.»[x]
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι η κοινωνικοπολιτική κριτική στα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια είναι πλέον πολυφωνική. Χαρακτήρες λιγότερο ή περισσότερο σημαντικοί αφηγούνται ιστορίες οικονομικής κατάρρευσης και δυσχερειών, σχολιάζουν και δίνουν εξηγήσεις για τα τεκταινόμενα. Επίσης, η αφήγηση λειτουργεί ‘επιμορφωτικά’, προτείνοντας αναλύσεις και επεξηγηματικούς ορισμούς για κάποιους από τους παράγοντες και τους όρους του σημερινού οικονομικού τοπίου, τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, τα hedge funds, τις επενδυτικές τράπεζες, τις εισπρακτικές εταιρείες.

 Η Αθήνα των αντιθέσεων
Η ρίζα του κακού για τον Χαρίτο δεν φαίνεται να βρίσκεται τόσο σε κάποιο ορισμένο κοινωνικοπολιτικό ζήτημα αλλά στην κυριαρχία του χάους και της αναρχίας στην καθημερινή ζωή στην Ελλάδα. Στο χάος και την έλλειψη σύγχρονων υποδομών επικεντρώνεται και η αναπαράσταση της πόλης της Αθήνας. Οι πολυάριθμοι αναγνώστες των μεταφρασμένων μυθιστορημάτων του Μάρκαρη δεν βρίσκουν σε αυτά αρχαιολογικά μνημεία και γραφικές γειτονιές. Όπως ο Σικελός Αντρέα Καμιλέρι χρησιμοποιεί τις επισκέψεις του Επιθεωρητή Μονταλμπάνο στα αγαπημένα του εστιατόρια ως ένα εργαλείο συνοχής της αφήγησης, έτσι χρησιμοποιεί ο Μάρκαρης... το μποτιλιάρισμα των Αθηναικών δρόμων. Ο Χαρίτος, που δεν ζει στην επαρχιακή Βιγκάτα όπως ο Σικελός συνάδελφός του, αλλά σε μια μητρόπολη πέντε εκατομμυρίων, σχολιάζει με πικρία την αγάπη των Αθηναίων για τα οχήματά τους: «Παλιά οι Αθηναίοι έβγαζαν τη μέρα τους στα καφενεία με την πρέφα και το τάβλι. Τώρα τη βγάζουν στα αυτοκίνητα με το λεβιέ και το τιμόνι».[xi]
Οι περιγραφές των διαδρομών και της εμπειρίας της οδήγησης στους δρόμους της Αθήνας, σχολαστικές όσο και ζωντανές, είναι τόσο συχνές που ο αναγνώστης φτάνει να συμπάσχει με το άγχος του οδηγού. Η κίνηση σε συνδυασμό με τη συνεχή βουή από τις κόρνες και την ασφυκτική ζέστη κάνουν κάθε σύντομη διαδρομή να μοιάζει με κάθοδο στον Άδη. Έχει ενδιαφέρον ότι στα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια, γραμμένα το 2010 εν μέσω καθημερινών κινητοποιήσεων που παραλύουν την πόλη, ο Αστυνόμος Χαρίτος παρατηρεί μία αλλαγή:
«για πρώτη φορά, κανείς δεν κορνάρει και κανείς δεν διαμαρτύρεται. Φαίνεται πως οι καθημερινές πορείες και τα συλλαλητήρια έχουν σπάσει τις αντιστάσεις και ο κόσμος έχει αφεθεί στο ‘’πεπρωμένο φυγείν αδύνατον’’. Το ίδιο και οι τροχονόμοι.»[xii]
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που επιλέγει ο Μάρκαρης να παρουσιάσει δύο από τα στοιχεία που ορίζουν την πόλη της Αθήνας, την Ακρόπολη και την ακτή της. Σε μία από τις σπάνιες αναφορές στον Ιερό Βράχο, αυτός δεν φαίνεται καν: « …Κοιτάζω ευθεία από την Αιόλου προς την Ακρόπολη, αλλά δεν βλέπω τίποτα, Η Ακρόπολη έχει χαθεί πίσω από ένα άσπρο πέπλο».[xiii] Όσο για την παραλιακή Αθήνα, είναι ένας τόπος γεμάτος αντιθέσεις. Οδηγώντας στην Ποσειδώνος και εισπνέοντας μαζί με το θαλασσινό αεράκι και τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων, ο Χαρίτος περιγράφει: «Η Αθήνα βρωμάει σκουπίδια, η παραλιακή  καυσαέριο. Κατά μήκος της παραλίας ο κόσμος τσαλαβουτάει στα ρηχά ή λιάζεται γεμίζοντας ρύπους τα πνευμόνια του».[xiv]
Ο Χαρίτος δεν αρνείται ότι η Αθήνα είναι μια άσχημη πόλη. Ωστόσο, η ασχήμια της διακόπτεται από παρενθέσεις ομορφιάς, γραφικούς δρομάκους και γειτονιές, επιβλητικά αρχαία και βυζαντινά μνημεία, οάσεις μεσογειακής φύσης. Η εικόνα αυτή θυμίζει τη Βαρκελώνη του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, με τα εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά της θαύματα να βρίσκονται δίπλα σε ζητιάνους και προαγωγούς. Η αναπαράσταση της Αθήνας και της Βαρκελώνης από τους δύο συγγραφείς τις μετατρέπει σε σύμβολα της συνύπαρξης των αντιθέτων που χαρακτηρίζει την Μεσόγειο.
Μέσα από την αναπαράσταση της Αθήνας, ο συγγραφέας ασκεί κριτική και στο –φλέγον σήμερα- ζήτημα της μετανάστευσης και της συγκέντρωσης λαθρομεταναστών στην πρωτεύουσα. Στα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια, ο Χαρίτος και οι βοηθοί του βρίσκονται στις περιοχές όπου ζουν και δρουν οι λαθρομετανάστες, στο λεγόμενο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Εκεί ο Αστυνόμος διαπιστώνει από πρώτο χέρι την έκταση του παραεμπορίου και την έλλειψη έννομης τάξης. Ακούει όμως και τα λόγια ενός Έλληνα καφετζή της Πλατείας Αμερικής, που ζει πλέον από τους μετανάστες πελάτες του, για τον νεόκοπο πόλεμο μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών στη γειτονιά:
«Οι ξένοι ρίχνουν λέει την αξία των ακινήτων. Ποια αξία; Οι μετανάστες ήρθαν γιατί οι τιμές ήταν πατωμένες και οι ιδιοκτήτες τους νοίκιαζαν τα διαμερίσματα για ένα κομμάτι ψωμί. Λες και είχαν να διαλέξουν ανάμεσα στην Κηφισιά και τον Άγιο Νικόλαο Αχαρνών και προτίμησαν τον Άγιο Νικόλαο.»[xv]
Υπάρχει ένα μυθιστόρημα του Πέτρου Μάρκαρη με ήρωα τον Αστυνόμο Χαρίτο που δεν λαμβάνει χώρα στην ελληνική πρωτεύουσα. Στο Παλιά, Πολύ Παλιά, ο αστυνόμος εμπλέκεται στην εξιχνίαση μίας υπόθεσης ενόσω βρίσκεται σε διακοπές με την Αδριανή στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μάρκαρης, γεννημένος στη Βασιλεύουσα, αποτίει με αυτό το μυθιστόρημα φόρο τιμής στον τόπο καταγωγής του. Επιπλέον, βρίσκει την ευκαιρία να αναφερθεί στην πρόσφατη ιστορία των διωγμών των Ρωμιών και στη σημερινή φθίνουσα πορεία της μειονότητας. Η στάση του είναι κριτική, αφενός απέναντι στο συντηρητισμό και την ομφαλοσκόπηση της μειονότητας, αφετέρου απέναντι στη διαχρονική αδιαφορία της Ελλάδας για τα προβλήματα των Ρωμιών. Με την ευκαιρία της συζήτησης για τη ρωμέικη μειονότητα, αναφέρεται σε μια άλλη μειονότητα, αυτή των Τούρκων στη Γερμανία. Ο Μουράτ, ο αστυνόμος με τον οποίο συνεργάζεται στην έρευνα, γιος μεταναστών στη Γερμανία, του λέει: «Καμιά πλειονότητα δεν κατάλαβε ποτέ τις μειονότητες. Εγώ καταλαβαίνω  τους Ρωμιούς καλύτερα από σένα».[xvi]

Γαστριμαργία και σχέσεις των φύλων αλά ελληνικά
Ο Αστυνόμος Χαρίτος ούτε ξέρει να μαγειρεύει ο ίδιος, ούτε έχει αναπτύξει κάποια φιλοσοφία σχετικά με το φαγητό όπως ο Πέπε Καρβάλιο του Μονταλμπάν. Πόσο μάλλον, δεν έχει κάποια λίστα αγαπημένων εστιατορίων όπως ο Μονταλμπάνο του Καμιλέρι. Παρόλ’ αυτά, λατρεύει πραγματικά το φαγητό. Όταν δεν τρώει τις νοστιμιές της Αδριανής, δεν μπορεί να αντισταθεί στην ένοχη απόλαυση της επίσκεψης στο σουβλατζίδικο. Είναι μια πράξη ανεξαρτησίας, ένα διάλειμμα από την υπάκουη οικογενειακή ζωή με την Αδριανή.
Ο Χαρίτος απολαμβάνει τη μαγειρική της γυναίκας του, της Αδριανής, ιδιαίτερα τα γεμιστά της. Αυτά δεν είναι απλά ένα νόστιμο πιάτο, αλλά είναι ένα μήνυμα συμφιλίωσης για το ζευγάρι μετά από κάποιο καβγά:
 « Το τραπέζι της κουζίνας είναι στολισμένο με μια πιατέλα γεμιστά. Παίρνω αμέσως το μήνυμα. Είναι ο τρόπος της Αδριανής για να μου πεί ότι ήρθε η ώρα ν’ αγαπήσουμε . Μας έχει μείνει από τον πρώτο μας καβγά. Είμαστε νιόπαντροι τότε και το φέραμε βαρέως που δε μιλιόμαστε. Το κρατούσαμε όμως, για να μετρήσουμε τις αντιστάσεις του άλλου. ‘Ωσπου μια μέρα η Αδριανή μου έφτιαξε γεμιστά. Ήξερε ότι ήταν η αδυναμία μου, αλλά δεν μου τα είχε φτιάξει ποτέ. Μόλις τα είδα έλιωσα σαν κερί.(…) Κάθε φορά που θέλει ν΄αγαπήσουμε μου φτιάχνει γεμιστά , εγώ της λέω πόσο νόστιμα είναι και ο πάγος λιώνει.»[xvii]
Ιδιαίτερη θέση κατέχει το φαγητό στην αφήγηση του Παλιά, Πολύ Παλιά. Ο Αστυνόμος γοητεύεται από το κωνσταντινουπολίτικο φαγητό. Μέσα στις λίγες μέρες της παραμονής του στην Πόλη αναπτύσσει μια αδυναμία για τα σιροπιαστά γλυκά, αλλά και για το πρωινό... κουλούρι, που του φέρνει αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία.  Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο Παλιά, Πολύ Παλιά το φαγητό δεν είναι μόνο πηγή απόλαυσης, αλλά οι πίτες της γριάς Χάμπαινας τρέπονται σε εργαλείο φόνου, αλλά και σε σύμβολο της μνήμης. 
Ο πεπειραμένος αναγνώστης της αστυνομικής λογοτεχνίας θα εντοπίσει σε τι διαφέρει ο ήρωας του Μάρκαρη από τους περισσότερους ήρωες συγγραφέων της Βόρειας Ευρώπης ή των Η.Π.Α. ως προς τη σχέση του με το φαγητό. Στο Μεσογειακό Νουάρ το φαγητό, και δη το παραδοσιακό σπιτικό φαγητό, παίζει σημαντικό ρόλο. Επιπλέον, συνδέεται συνήθως στενά με τη γυναίκα. Ο Χαρίτος δεν ασχολείται με το τι θα φάει, αυτό είναι ένα ζήτημα που ελέγχει  εξολοκλήρου η Αδριανή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια ότι πρόκειται για ένα ζευγάρι παλαιάς κοπής. Η Αδριανή δεν δουλεύει, αλλά είναι μια αφοσιωμένη νοικοκυρά, που, όπως οι περισσότερες γυναίκες της γενιάς της, προσπαθεί να ευχαριστήσει τον άντρα της με τη μαγειρική της και να κερδίσει τον ανταγωνισμό με την πεθερά της, κάτι που, στην περίπτωση των γεμιστών, η Αδριανή το έχει καταφέρει. Ο Χαρίτος παραδέχεται ότι τα πετυχαίνει πλέον καλύτερα από τη μητέρα του. Αντίθετα, η Κατερίνα, η κόρη του Αστυνόμου, εκπροσωπεί μια νέα γενιά γυναικών. Μορφωμένη και ανεξάρτητη, γι’ αυτήν η μαγειρική δεν είναι προτεραιότητα, κάτι που στεναχωρεί και  απογοητεύει την Αδριανή.
Δεν είναι σύνηθες για τους ήρωες του Μεσογειακού Νουάρ να είναι παντρεμένοι: ο Πέπε Καρβάλιο, ο Μονταλμπάνο, ο Μοντάλ του Ζαν- Κλοντ Ιζζό, ο Πάκο Μαρτίνεθ του Μωρίς Αττιά, ζούνε μόνοι και αποφεύγουν τη δέσμευση, αν και όλοι έχουν μια στενότερη ή πιο χαλαρή σχέση με κάποια γυναίκα. Ο Χαρίτος έχει αναπτύξει τη δική του κυνική θεωρία για το γάμο:
«Το πρόβλημα με το γάμο είναι ότι αρχίζεις ωραία και τελειώνεις άσχημα με τον ίδιο τρόπο: Από την ταχυκαρδία της πρώτης συνάντησης με τη γυναίκα των ονείρων σου περνάς στην ταχυκαρδία της μόνιμης συμβίωσης με τη γυναίκα του εφιάλτη σου.»[xviii]
Παρά τις θεωρίες του, τους συνεχείς καυγάδες και την καυστική κριτική του για την Αδριανή και τη σχέση τους, ο Αστυνόμος Χαρίτος αγαπά και εκτιμά τη γυναίκα του. Μάλιστα, της είναι απόλυτα πιστός και εκείνη τον εμπιστεύεται τυφλά. Η Αδριανή δεν νιώθει να απειλείται ούτε όταν, για τις ανάγκες μιας έρευνας, ο Χαρίτος περνάει ολόκληρη τη μέρα του με  την όμορφη και νεαρή Κούλα. Η γραμματέας του Γκίκα μεταμορφώνεται σε μια έξυπνη ντετέκτιβ χάρη στην εμπιστοσύνη που της δείχνει ο Χαρίτος. «Είστε ο μόνος άντρας συνάδελφος που δεν πιστεύει ότι κάνω μόνο για αρχειοθέτηση και καφέδες»[xix], λέει στον Αστυνόμο. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για εμπιστοσύνη αλλά για ανάγκη– ο Χαρίτος βρίσκεται να κάνει έρευνα ενώ είναι σε αναρρωτική άδεια και η Κούλα είναι ο μόνος βοηθός που μπορεί να έχει, αναγκάζεται λοιπόν να ξεχάσει για λίγο την άποψή του για τις γυναίκες.
Η μεγαλύτερη ίσως διαφορά ανάμεσα στο έργο του Πέτρου Μάρκαρη και αυτό των υπολοίπων εκπροσώπων του Μεσογειακού Νουάρ είναι η απουσία  του τόσο χαρακτηριστικού αισθησιασμού στην αναφορά τους στις γυναίκες. Στα μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη, οι περιγραφές των γυναικείων χαρακτήρων είναι μάλλον κυνικές, ενώ το ενδιαφέρον του Χαρίτου  για αυτές δεν είναι παρά επαγγελματικό.  Ενίοτε, η στάση του μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμα και σεξιστική. Πρόκειται για ένα τύπο σεξισμού που φαίνεται να συνδέεται με τη σεξουαλική ανασφάλεια του ίδιου του Χαρίτου ή με την προβληματική σεξουαλική του ζωή, η οποία γίνεται αντιληπτή σε μια από τις σπάνιες περιγραφές ερωτικής δραστηριότητας μεταξύ του ζεύγους, όταν ο Χαρίτος μας εμπιστεύεται τις σκέψεις του: «Κάπου στη μέση το έχω μετανιώσει και θέλω να φύγω, όπως φεύγεις από βαρετή ταινία στο διάλειμμα».[xx]
Τις ελάχιστες περιπτώσεις που ο Αστυνόμος δείχνει εμπιστοσύνη σε μια γυναίκα νιώθει ενοχές, πιστεύοντας ότι ο θαυμασμός του για αυτή μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην πρόοδο της έρευνας. Και ίσως να μην έχει άδικο, αν λάβουμε υπόψη ότι πολύ συχνά στις περιπέτειες του Αστυνόμου Χαρίτου αποκαλύπτεται τελικά ότι ο ένοχος είναι γένους θηλυκού, στοιχείο που παραπέμπει στους κανόνες της αμερικάνικης hard boiled λογοτεχνίας των αρχών του εικοστού αιώνα.
Πέρα από την αστυνομική λογοτεχνία
Στην πραγματικότητα όμως, ο Πέτρος Μάρκαρης, αν και χρησιμοποιεί πολλά από τα  μοτίβα του hard boiled, δεν γράφει hard boiled μυθιστορήματα. Η κριτική στάση του συγγραφέα απέναντι σε επίκαιρα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα αλλά και στις χρόνιες παθογένειες της Ελλάδας, επιτρέπει στα έργα του να περάσουν τα σύνορα της αστυνομικής λογοτεχνίας. Το ίδιο συμβαίνει με το έργο και άλλων συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας της Μεσογείου, του Μονταλμπάν, του Καμιλέρι, του Ιζζο και του Αττιά. Αυτό που δίνει ιδιαίτερη δύναμη στην κριτική του Μάρκαρη και, συγχρόνως, τον ξεχωρίζει από τους προαναφερθέντες, είναι η ταυτότητα και η πολιτική στάση του πρωταγωνιστή του, η οποία επηρεάζει την οπτική του γωνία. Ο Χαρίτος είναι Έλληνας αστυνομικός, έχει υπηρετήσει στην Αστυνομία κατά τη διάρκεια της Επταετίας, και αν και δεν ασχολείται ιδιαίτερα με την πολιτική οι θέσεις του κλίνουν προς τη δεξιά. Αντιθέτως, ο Πέπε Καρβάλιο και ο Σάλβο Μονταλμπάνο παραδείγματος χάριν, μοιράζονται ένα αριστερό παρελθόν ενεργούς δράσης. Στην περίπτωση του Μάρκαρη έχουμε να κάνουμε με έναν αριστερών πεποιθήσεων συγγραφέα που γράφει για έναν δεξιών πεποιθήσεων αστυνομικό: το αποτέλεσμα είναι μια λογοτεχνία ειλικρινής που διακρίνεται από μια μοναδική κοινωνική ευαισθησία. Τα μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη φιλοτεχνούν ένα ζωντανό και ίσως απαισιόδοξο πορτρέτο  της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, ένα πορτρέτο  που πολύ απέχει από την εικόνα της Ελλάδας του Mamma Mia και των τουριστικών οδηγών του Lonely Planet.
Ελένη Παπαγεωργίου
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο The Books' Journal, τεύχος 10, Αύγουστος 2011.)



[i] Erdmann, Eva. “Nationality International: Detective fiction in the late twentieth century”. Investigating Identities. Questions of Identity in Contemporary International Crime Fiction. Επιμέλεια Marieke Krajenbrink και Kate M. Quinn. Amsterdam/New York: Rodopi, 2009. σ. 12
[ii] ό.π., σ. 13
[iii] ό.π., σ. 19
[iv] ό.π., σ. 25
[v] Μάρκαρης, Πέτρος. Νυχτερινό Δελτίο. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 1995. σ. 19
[vi] ό.π., σ. 13
[vii] Μάρκαρης, Πέτρος. Ο Τσε Αυτοκτόνησε. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2003. σ. 198
[viii] Μάρκαρης, Πέτρος. Βασικός Μέτοχος. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2006. σ. 430
[ix] Μάρκαρης, Πέτρος. Παλιά, Πολύ Παλιά. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2008. σ. 180
[x] Μάρκαρης, Πέτρος. Ληξιπρόθεσμα Δάνεια. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2010. σ. 116
[xi] Μάρκαρης, Πέτρος. Άμυνα Ζώνης. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 1998. σ. 100
[xii] Μάρκαρης, Πέτρος. Ληξιπρόθεσμα Δάνεια.  ό.π., σ. 95
[xiii] Μάρκαρης, Πέτρος. Ο Τσε Αυτοκτόνησε. ό.π., σ. 130
[xiv]Μάρκαρης, Πέτρος. Άμυνα Ζώνης. ό.π., σ. 56
[xv] Μάρκαρης, Πέτρος. Ληξιπρόθεσμα Δάνεια. ό.π., σ. 190
[xvi] Μάρκαρης, Πέτρος. Παλιά, Πολύ Παλιά. ό.π., σ. 217
[xvii] Μάρκαρης, Πέτρος. Νυχτερινό Δελτίο. ό.π., σ. 241
[xviii]Μάρκαρης, Πέτρος. Άμυνα Ζώνης. ό.π., σ.  177
[xix] Μάρκαρης, Πέτρος. Ο Τσε Αυτοκτόνησε. ό.π., σ. 154
[xx] Μάρκαρης, Πέτρος. Νυχτερινό Δελτίο. ό.π., σ. 71