Η σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων που έκανε διάσημο τον Σικελό συγγραφέα Andrea Camilleri εγκαινιάστηκε το 1994 με το μυθιστόρημα Το Σχήμα του Νερού. Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του συγγραφέα που μεταφράστηκε στα ελληνικά, ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο βρίσκεται πλέον στην ηλικία της αβεβαιότητας.
Από την εμφάνιση των πρώτων αστυνομικών μυθιστορημάτων του εκδοτικού οίκου Mondadori,γνωστά ως gialli[i], το Σεπτέμβριο του 1929 έως και σήμερα η αστυνομική λογοτεχνία δεν έπαψε να είναι ένα εξαιρετικά αγαπητό λογοτεχνικό είδος για τους ιταλούς αναγνώστες. Άλλωστε, κάποιοι από τους διαπρεπέστερους Ιταλούς συγγραφείς, όπως ο Ουμπέρτο Έκο, ο Ίταλο Καλβίνο ή ο Λεονάρντο Σάσα, έχουν πειραματιστεί κατά καιρούς με τη φόρμα της αστυνομικής λογοτεχνίας. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 το τοπίο της ιταλικής αστυνομικής λογοτεχνίας άρχισε να αλλάζει με την εμφάνισή μιας νέας γενιάς συγγραφέων. Ένα από τα διακρίνοντα χαρακτηριστικά του έργου τους φαίνεται να είναι η τάση να τοποθετούν τις ιστορίες τους έξω από τη μεγάλη μητρόπολη, σε επαρχιακές τοποθεσίες όπου το παρόν και το παρελθόν, το παραδοσιακό και το μοντέρνο συνυπάρχουν. Σχετικά με αυτή την επιλογή, ο μελετητής Laurent Lombard υποστηρίζει ότι η νέα αυτή γενιά δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιδεολογική, πολιτική και ιστορική συνέχεια από την κοινωνία του χτες σε αυτή του σήμερα.[ii] Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί από τους νεότερους ιταλούς συγγραφείς του είδους γράφουν παράλληλα με τα αστυνομικά τους μυθιστορήματα και ιστορικά. Τέτοια είναι και η περίπτωση του Andrea Camilleri, το έργο του οποίου είναι έντονα επηρεασμένο όχι μόνο από το ενδιαφέρον του για την ιστορία αλλά και από τη μακρά επαγγελματική του εμπειρία ως σεναριογράφου και σκηνοθέτη για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο.
Η ηλικία της αβεβαιότητας είναι ο τίτλος της τελευταίας περιπέτειας του επιθεωρητή Μονταλμπάνο. Ο αγαπημένος ήρωας του Andrea Camilleri είναι βυθισμένος στην ανησυχία καθώς βλέπει την τρίτη ηλικία να πλησιάζει. Αναγκάζεται να αναλάβει δράση όταν μετά από μια θαλασσοταραχή ένα σκάφος που δένει για λίγες μέρες στο λιμάνι της Βιγκάτα αναφέρει ότι συνάντησε μια βάρκα με ένα πτώμα και την παραδίδει στις Αρχές. Απρόθυμα ο Μονταλμπάνο ξεκινά να ξετυλίγει το νήμα της μυστηριώδους υπόθεσης με σύμαχο μία γοητευτική νεαρή υποπλοίαρχο. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και αυτή τη φορά ο Μονταλμπάνο νιώθει πιο αβέβαιος από ποτέ.
Ντετέκτιβ αλά Σισιλιάνα
Ο επιθεωρητής Σάλβο Μονταλμπάνο, που παίρνει το όνομά του από τον Καταλανό πρωτεργάτη του νουάρ μυθιστορήματος της Μεσογείου, Manuel Vázquez Montalbán, είναι ένας μεσήλικας Σικελός επιθεωρητής της αστυνομίας. Αφοσιωμένος στην δουλειά του, ζει μόνος σε ένα μικρό σπίτι δίπλα στην θάλασσα. Για τον Μονταλμπάνο, απόλυτη προτεραιότητα στην προσωπική και επαγγελματική του ζωή είναι η τιμιότητα. Το κίνητρό του για την επίλυση των υποθέσεων που του ανατίθενται δεν είναι μόνο η επαγγελματική του αφοσίωση αλλά προπάντων οι ηθικές του αξίες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η προσπάθειά του για την απονομή δικαιοσύνης περνά πάντα μέσα από νόμιμες διαδικασίες ή ότι ο ίδιος πάντα δρα με διαφάνεια και ενημερώνοντας τους ανωτέρους του για τις κινήσεις του. Στην Ηλικία της αβεβαιότητας, αφού αφήσει πρώτα τα έγγραφα του αρχείου του να καταστραφούν από τη βροχή, σκαρφίζεται ψεύτικες ιστορίες και δικαιολογίες για να αποφύγει να συναντηθεί με τις ευθύνες του – δηλαδή με τον Διοικητή ή με τον επίμονο αστυνόμο Λάττες. Η στάση του απέναντι στην εξουσία είναι άλλωστε προσεκτική. Ο Μονταλμπάνο, που βλέπει μόνο διαφθορά στο ιταλικό πολιτικό και δικαστικό σύστημα, αποφεύγει να πάρει μέρος στα βρώμικα παιχνίδια του κράτους. Δεν αποσκοπεί στην αναγνώρισή του ίδιου ως ήρωα που πολεμάει ενάντια στη διαφθορά, αλλά το μόνο που θέλει είναι να διασφαλίσει δικαιοσύνη για τα θύματα του εγκλήματος και να συμβάλει στη δημιουργία μιας ‘’καθαρής’’ Σικελίας.
Αν ο ίδιος ο Manuel Vázquez Montalbán έχει εμπνεύσει το όνομα του πρωταγωνιστή, ο ήρωάς του, ο Πέπε Καρβάλιο, έχει δώσει και αυτός στοιχεία του στον επιθεωρητή Μονταλμπάνο. Μια ομοιότητα εντοπίζεται στη δυσκολία που αντιμετωπίζει ο αναγνώστης που προσπαθεί να προβλέψει την επόμενη κίνηση του επιθεωρητή. Ακολουθώντας την παράδοση του hard-boiled, ο Μονταλμπάνο είναι ένας αδιάφανος χαρακτήρας. Είναι «απρόβλεπτος όχι επειδή δεν ξέρουμε τι σκέφτεται, αλλά αντιθέτως επειδή ξέρουμε όλες τις πράξεις και τις σκέψεις του, ωστόσο τακτικά γινόμαστε μάρτυρες της αλλοπρόσαλλης και αναξιόπιστης συμπεριφοράς του».[iii] Όπως ο Καρβάλιο, έτσι και ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο στηρίζεται στο ένστικτό του, σε τυχαίες συναντήσεις ακόμα και στην πλοκή αστυνομικών μυθιστορημάτων που διαβάζει για να κατευθύνει την έρευνα. Στην Ηλικία της αβεβαιότητας, ως κλειδί για την εξιχνίαση της υπόθεσης λειτουργεί το μυθιστόρημα του Georges Simenon Les Pitard, όταν ο Μονταλμπάνο ανασύρει από την αναγνωστική του μνήμη το όνομα ενός χαρακτήρα του βιβλίου. Ρόλο οδηγού στην έρευνα παίζουν ακόμα τα όνειρα του επιθεωρητή. Σε αυτά βρίσκει σημάδια που τον βοηθούν να προσανατολιστεί και να βρει απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα.
Για τη ερευνήτρια Maja Mikula, ο Μονταλμπάνο «εκπροσωπεί τη γνώση σε μια κοινωνία όπου επικρατεί η πληροφορία».[iv] Παρά το ότι ζει και εργάζεται στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, εκμεταλλεύεται ελάχιστα τις νέες τεχνολογίες για να διευκολύνει τις έρευνές του. Είναι μετρημένες οι φορές που ζητά από τον τεχνολογικά καταρτισμένο υπάλληλό του, τον Καταρέλα, «με τις αξιοσημείωτες ικανότητές του στη χρήση των υπολογιστών να βρίσκονται σε αντίθεση με την απύθμενη βλακεία του»[v] να τον βοηθήσει. Απορρίπτοντας, επιπλέον, εκ προοιμίου τις μακροσκελείς λίστες ληξιαρχικών αλλά συχνά καίριων πληροφοριών που συγκεντρώνει ο άλλος υφιστάμενός του, ο Φάτσιο, ο Μονταλμπάνο προτιμά να αντλεί από την προσωπική του εμπειρία ή να απευθύνεται σε φίλους και βιβλία. Μια επιλογή που υπογραμμίζει την άρνησή του να εισέλθει ανενδοίαστα στη νέα ψηφιακή εποχή.
Ένα ακόμα κοινό σημείο μεταξύ του Σάλβο Μονταλμπάνο και του Πέπε Καρβάλιο είναι ο βίαιος αντρισμός τους που θυμίζει τους ήρωες κλασικών hard-boiled μυθιστορημάτων. Ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο, αν και προτιμά να λύνει τα προβλήματα χωρίς τη χρήση βίας και όπλων, ξέρει να χρησιμοποιεί τη σωματική του δύναμη όπου και όποτε χρειάζεται και μπορεί να γίνει πραγματικά βίαιος αν το απαιτήσουν οι περιστάσεις. Είναι χαρακτηριστικές, άλλωστε, οι τελευταίες- έντονα κινηματογραφικές- σκηνές της Ηλικίας της αβεβαιότητας, όπου ο Μονταλμπάνο μετατρέπεται σε ατρόμητο Ράμπο. Η αρρενωπότητά του εκφράζεται, ωστόσο, επίσης, θετικά στην εκτίμησή του για την αντρική φιλία και συντροφικότητα. Με τον Φάτσιο, τον Μιμί και τους υπόλοιπους υφισταμένους του λειτουργούν σαν μια ομάδα φίλων συνασπισμένων ενάντια στο έγκλημα, θυμίζοντας συχνά τους ήρωες εφηβικών αφηγημάτων μυστηρίου.
Η στενή του σχέση με τους συναδέλφους του είναι άλλωστε ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Μονταλμπάνο, αν και ταιριάζει στον ορισμό του νουάρ ήρωα ως ένας ‘’μοναχικός άντρας που αντιστέκεται σε έναν διεφθαρμένο κόσμο’’, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως τέτοιος. Ωστόσο, αυτό που τον συνδέει με τον ήρωα κλασικών νουάρ αφηγημάτων είναι το όλο και πιο δυνατό αίσθημα απογοήτευσης και απαισιοδοξίας που τον διακατέχει, όπως και ο τρόπος που σκέφτεται σχετικά με το θάνατο. Για τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο, ο θάνατος είναι μια χυδαιότητα. Στο Σχήμα του Νερού, ο Camilleri γράφει χαρακτηριστικά:
«Ο διοικητής υποστήριζε πως κάθε θάνατος, ακόμα και ο πιο τιποτένιος, διατηρεί ανέπαφη την ιερότητά του. Ο Μονταλμπάνο είχε αντιτείνει – και ήταν απόλυτα ειλικρινής- πως δεν κατόρθωνε να αντιληφθεί τίποτα το ιερό σε κανέναν απολύτως θάνατο, ακόμα και στο θάνατο ενός παπά».[vi]
Πρόκειται για μια στάση προς το θάνατο σίγουρα όχι πολύ δημοφιλή στην καθολική Ιταλία, πόσο μάλλον στην, ακόμα πιο συντηρητική σε ζητήματα θρησκείας, Σικελία. Στην Ηλικία της αβεβαιότητας, όπου τον τόνο δίνει η ανησυχία του Επιθεωρητή για την ηλικία του και τα επικείμενα γηρατειά, ο θάνατος είναι συνεχώς παρών. Ο Μονταλμπάνο δεν παύει να τον ειρωνεύεται αλλά δεν φαίνεται πια τόσο σίγουρος για τον εαυτό του. Τα περιπαικτικά σχόλια του ιατροδικαστή Πασκουάνο για την ηλικία του δεν είναι πλέον πάντα ευπρόσδεκτα. Αυτό που έχει, επίσης, ενδιαφέρον είναι ο ρόλος του θανάτου- και αυτού που μπορούμε να θεωρήσουμε μια σύντομη εκδοχή του, του ύπνου- στην αφηγηματική δομή του μυθιστορήματος. Με έναν περίτεχνο κυκλικό τρόπο, η Ηλικία της αβεβαιότητας αρχίζει και τελειώνει με τον Επιθεωρητή να κοιμάται, εγκλωβισμένος σε όνειρα και πραγματικότητες όπου ο θάνατος πρωταγωνιστεί.
Πικρή μικρή πατρίδα
Ο Andrea Camilleri είναι Σικελός, όπως ο ήρωάς του. Με καταγωγή από την μικρή παραλιακή πόλη Πόρτο Εμπέδοκλε του Αγκριτζέντο, που λειτουργεί ως μοντέλο της λογοτεχνικής Βιγκάτα, φιλοτεχνεί το πορτρέτο μιας Σικελίας κυριευμένης από ένα αποδεκτό και σχεδόν οργανωμένο χάος. Ο ίδιος ο Μονταλμπάνο, αηδιασμένος από τα μικρά και μεγάλα προβλήματα της πατρίδας του, συχνά αναφέρεται σε αυτή με πικρία. Ωστόσο, δεν μπορεί να εγκαταλείψει το νησί όπου έχει ζήσει ολόκληρη την ζωή του, ούτε ακόμα και για να ακολουθήσει την σύντροφό του Λίβια στη Βόρεια Ιταλία, όπου εκείνη ζει μόνιμα. Η αναπαράσταση της Σικελίας στα μυθιστορήματα του Camilleri είναι πολυδιάστατη. Από τη μια μεριά, το νησί προκύπτει ένας τόπος όπου συνυπάρχουν η απόλυτη ομορφιά και η απόλυτη φρίκη. Στην Ηλικία της αβεβαιότητας, κατά τη διάρκεια της βόλτας του προς τον φάρο μετά την απόλαυση ενός εξαιρετικού δείπνου στο εστιατόριο του Έντσο, ο Μονταλμπάνο βρίσκεται αντιμέτωπος με το τραγικό θέαμα της διάσωσης μιας βάρκας γεμάτης με εξαντλημένους λαθρομετανάστες. Σχετικά με αυτό ο Laurent Lombard σχολιάζει ότι η ματιά του Andrea Camilleri στην Σικελία επικεντρώνεται:
«στους δύο κόσμους που αντιτίθενται: τον έντιμο κόσμο του επιθεωρητή και της ομάδας του και τον επιφανειακό επομένως ανήθικο κόσμο των γραφειοκρατών. Ο συγγραφέας παίζει με την την διπλή μετάθεση της πραγματικότητας : δίπλα στα χρώματα της Σικελίας, τις μυρωδιές και την γαστρονομία της, και τη διάλεκτό της, αναπτύσσονται η νέα μαφία, η διαφθορά και τα μεταναστευτικά κύματα.»[vii]
Από την άλλη μεριά, η αναπαράσταση της Σικελίας στο έργο του Andrea Camilleri έχει να κάνει σε σημαντικό βαθμό με μια σειρά επίμονων υπενθυμίσεων της αντίθεσης μεταξύ του νησιού και της βόρειας Ιταλίας, μια αντίθεση που έχει βαθιές ρίζες στην ιταλική κουλτούρα αλλά και στη σύγχρονη πολιτική. Η Λίβια, άλλωστε, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια σχέσης με τον Μονταλμπάνο, νιώθει ξένη όταν τον επισκέπτεται στη Βιγκάτα. Αδυνατεί να κατανοήσει τον στενό δεσμό που δένει τους Σικελούς με τον τόπο τους.
Στη Σικελία το έγκλημα βρίσκεται παντού, και η Βιγκάτα δεν είναι παρά μία μικρογραφία του νησιού. Το πανταχού παρόν έγκλημα και η συνακόλουθη μίζερη καθημερινότητα είναι στη συνείδηση των Σικελών αναγκαίο κακό. Με τον ίδιο τρόπο, η Μαφία είναι πλέον κομμάτι της πραγματικότητας, χωρίς αυτό να την κάνει λιγότερο απειλητική. Όταν ο – ατρόμητος κατά τα άλλα- Μονταλμπάνο βρίσκει στο γραφείο του ένα στεφάνι από άσπρους κρίνους, κλασικό μήνυμα της Μαφίας , δεν μπορεί να κρύψει ότι ταράζεται.
Πέρα από τη Μαφία, μεγάλο πρόβλημα φαίνεται να είναι η διαφθορά στα υψηλά κλιμάκια. Στις έρευνες του Μονταλμπάνο συχνά βρίσκεται εμπόδιο κάποιος βουλευτής, εκκλησιαστικός αξιωματούχος, δημοτικός άρχοντας ή μαφιόζος που προσπαθεί να τον σταματήσει για να προστατεύσει πρόσωπα και καταστάσεις. Αυτή η πραγματικότητα φαίνεται να βρίσκεται στη ρίζα του πεσιμισμού που χαρακτηρίζει την ιταλική αστυνομική λογοτεχνία. Στην Ιταλία της Μαφίας και της διεφθαρμένης εξουσίας, η σύλληψη κάποιου υπόπτου δεν σημαίνει ότι το έγκλημα πρόκειται πλέον να τιμωρηθεί. Εφόσον η έρευνα δεν καταλήγει στην τιμωρία του αληθινού ενόχου, η αφήγηση δεν επικεντρώνεται πλέον στην αναζήτηση της αλήθειας αλλά στην αναπαράσταση της κοινωνίας, στη κυνική κριτική της ιταλικής αστυνομίας, του δικαστικού συστήματος και γενικότερα του κράτους. Ο Lombard θεωρεί ότι ίσως για αυτό να ευθύνεται η ιταλική κουλτούρα της σιωπής, της λεγόμενης omertà˙ στην Ιταλία η αποκάλυψη της αλήθειας μπορεί να επιφέρει ακόμα και θάνατο, όταν εμπλέκεται η Μαφία.[viii] Στην Ηλικία της αβεβαιότητας πάντως, το έγκλημα είναι μια διεθνής υπόθεση και η Σικελία ένας μόνο από τους τόπους που το φιλοξενούν σε ένα παγκοσμιοποιημένο τοπίο ανισότητας και εκμετάλλευσης.
Η γλυκιά γεύση της αμαρτίας
Παρά τις πολυάριθμες πληγές της ιδιαίτερης πατρίδας του, από την καθημερινότητα του επιθεωρητή Μονταλμπάνο στη Βιγκάτα δεν λείπουν οι απολαύσεις. Ανάμεσα σε αυτές, η τελετουργία του φαγητού φαίνεται να είναι εξαιρετικής σημασίας - ένα ακόμα στοιχείο που ο Andrea Camilleri μοιράζεται με τον Manuel Vázquez Montalbán. Η απόλαυση ενός καλομαγειρεμένου πιάτου βρίσκεται πολύ ψηλά στη λίστα προτεραιοτήτων του Μονταλμπάνο. Όσο για τα γούστα του, προτιμάει το ψάρι και τη μαγειρική είτε της ιδιότυπης οικονόμου του Αδελίνα, είτε κάποιου μάγειρα των αγαπημένων του εστιατορίων. Στην Ηλικία της αβεβαιότητας προτιμά να τρώει στον Έντσο (μελιτζάνες με παρμεζάνα, μακαρόνια με σάλτσα από μελάνι σουπιάς και τηγανητός γόνος καλαμάρι είναι μερικές μόνο από τις σπεσιαλιτέ)- δεν λείπει όμως και η σπάνια εμπειρία του φαγητού σε ένα κακό εστιατόριο που τον εξοργίζει:
«Καταραμένη η στιγμή που αποφάσισε να φάει σ’ εκείνο το βρομερό και πανάκριβο εστιατόριο! Μπορεί ο μάγειρας να μαγείρευε υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών ή να ήταν εγκληματίας που εξολόθρευε κόσμο. Φαγητά ζεματιστά, καμένα, άνοστα, αλμυρά, ούτε από λάθος δεν πέτυχε κάτι.»[ix]
Στα μυθιστορήματα του Camilleri, τα αποσπάσματα που αφιερώνονται στο φαγητό και το ποτό παίζουν ένα ρόλο ανάλογο με αυτά στο έργο του Montalbán. Το φαγητό και το ποτό είναι για τον επιθεωρητή μια αφορμή να χαλαρώσει και να βρει έμπνευση για κάποια δύσκολη υπόθεση που τον απασχολεί- πόσο μάλλον όταν το γεύμα ακολουθείται από έναν χωνευτικό περίπατο δίπλα στην θάλασσα. Για το συγγραφέα, από την άλλη, είναι μια ευκαιρία να ρίξει τους ρυθμούς της αφήγησης και να εντείνει το στοιχείο του σασπένς.
Όσον αφορά τις γυναίκες, ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο είναι ένας άντρας παλαιάς κοπής. Οι απόψεις του για τις σχέσεις των δύο φύλων είναι μάλλον συντηρητικές. Διατηρεί μια μακροχρόνια σχέση από απόσταση με τη Λίβια, αποφεύγει όμως να παντρευτεί την αγαπημένη του. Ο φόβος του για τη δέσμευση σε συνδυασμό με την βαθιά αγάπη του για τη Λίβια είναι ίσως τα αίτια των συχνών προβλημάτων του ζευγαριού. Στην Ηλικία της αβεβαιότητας τα προβλήματα αυτά φαίνεται να είναι πιο έντονα παρά ποτέ. Στη συνήθη ένταση της σχέσης προστίθεται ένας πειρασμός που απειλεί να παρασύρει τον πάντα πιστό Μονταλμπάνο. Η Λάουρα Μπελαντόννα, υποπλοίαρχος στο Λιμεναρχείο της Βιγκάτα, «σχεδόν μια παλάμη πιο ψηλή από εκείνον, με μεγάλα αστραφτερά μάτια, χείλη κατακόκκινα που δεν είχαν ανάγκη από κραγιόν για να τονιστούν και το σημαντικότερο πολύ γλυκιά»[x] από μια γοητευτική επαγγελματική γνωριμία μετατρέπεται σε εμμονή για τον ήρωα του Camilleri. Η έλξη είναι αμοιβαία αλλά οι ενοχές και ο φόβος της αλλαγής δεν αφήνουν τον επιθεωρητή να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες του. Αφήνεται, ωστόσο, να ξανανιώσει συναισθήματα που έχει ξεχάσει, όσο κι αν νιώθει πως δεν είναι ταιριαστό στην ηλικία του:
«Το μυαλό του χάθηκε στη σκέψη της κοπέλας. Τον ενοχλούσε που μόλις την σκεφτόταν, δε μπορούσε να συγκεντρωθεί σε τίποτ’ άλλο. Στο μυαλό του κυριαρχούσε μόνο εκείνη, το περπάτημά της, το γέλιο της... κατά βάθος ντρέποταν. Δεν ήταν σοβαρά πράγματα αυτά για έναν άντρα της ηλικίας του. Όμως δε μπορούσε να κάνει τίποτα.»[xi]
Έτσι, η παρ’ ολιγον περιπέτεια με τη Λάουρα γίνεται αφορμή για τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο να συνειδητοποιήσει τη βαθειά του αγωνία για το πέρασμα στην τρίτη ηλικία. Αναλογίζεται:
«Τότε τι νιώθω για κείνη;
Έλξη. Πόθο. Ματαιοδοξία. Ή τη βλέπεις σαν σχεδία που πιάνεσαι απελπισμένα πάνω της για να μην πνιγείς στη θάλασσα των γηρατειών.»[xii]
Πέρα από την θελκτική Λάουρα, δεν θα μπορούσε να λείπει από το μυθιστόρημα και ένας χαρακτήρας τυπικός στο αστυνομικό μυθιστόρημα, η femme fatale. Η ιδιοκτήτρια του σκάφους Βάννα, που ονομάζεται Λίβια όπως και η σύντροφος του Μονταλμάνο, είναι μια γυναίκα που με όπλο της το σεξ παρασέρνει τους άντρες που την ακολουθούν σε επικίνδυνους δρόμους. Στον αντίποδα της, η οικονόμος του Μονταλμπάνο, η στοργική Αδελίνα, είναι μια μητρική φιγούρα που, επιπλέον, μαγειρεύει υπέροχα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο ο Camilleri παίζει με το μοτίβο της σχολής του hard-boiled για τη γυναίκα ως καταστροφικό καταλύτη της δράσης. Μπορεί Η ηλικία της αβεβαιότητας να ξεκινάει, όπως πολλά κλασικά αστυνομικά μυθιστορήματα, με την επίσκεψη μιας άγνωστης γυναίκας στον ντετέκτιβ, η γυναίκα αυτή όμως είναι κάθε άλλο παρά γοητευτική και ο τρόπος συνάντησης ευρηματικός. Άλλωστε, η Βάννα, η κοπέλα που παίζει το ρόλο του μυστηριώδους θηλυκού σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, αποδεικνύεται ότι είναι κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που φαίνεται. Στην Ηλικία της αβεβαιότητας η αλήθεια είναι καλά κρυμμένη πίσω από ένα πυκνό δίχτυ ψεμάτων, προσωπείων και παρανοήσεων.
Ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα του Andrea Camilleri να είναι ότι γράφει αυθεντικά ιταλικά αστυνομικά μυθιστορήματα που όμως βρίσκονται σε συνεχή διάλογο με τη διεθνή σκηνή της αστυνομικής λογοτεχνίας. Καθώς αναφέρεται σε κλασικά έργα του είδους με πολλαπλούς τρόπους, όχι μόνο παραθέτοντας τίτλους μυθιστορημάτων και ονόματα προσώπων, αλλά και εμπνεόμενος στην κατασκευή των χαρακτήρων από αναγνωρίσιμους ήρωες, ο Andrea Camilleri υποστηρίζει την εγγραφή των μυθιστορημάτων του σε μια ορισμένη λογοτεχνική κατηγορία. Πιο συγκεκριμένα, στον επιθεωρητή Μονταλμπάνο συναντάμε στοιχεία του Πέπε Καρβάλιο αλλά και του ήρωα του Ζώρζ Σιμενόν, επιθεωρητή Μαιγκρέ. Το αποτέλεσμα του συνδυασμού είναι ένας πρωτότυπος μυθιστορηματικός ήρωας.
Η επιρροή του Montalbán συγγραφέα δεν εκδηλώνεται μόνο μέσω του κεντρικού χαρακτήρα και της αγάπης του για το καλό φαγητό και ποτό, αλλά και στην αναπαράσταση της Σικελίας που, όπως και η Βαρκελώνη, παρουσιάζεται ως ένας τόπος όπου συνυπάρχουν η ομορφιά και η φρίκη. Παράλληλα, ο συγγραφέας ξεπερνά τα όρια του είδους, καθώς αναφέρεται σε σημαντικά τοπικά, εθνικά και διεθνή πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Στα βιβλία του, η καυστική κοινωνική κριτική συνυπάρχει με ορισμένα από τα πιο συνήθη μοτίβα της αστυνομικής λογοτεχνίας. Αυτό που κάνει, ωστόσο, μοναδικό το έργο του Andrea Camilleri είναι το αυθεντικό τοπικό χρώμα: μέσα από μία καλοδουλεμένη αστυνομική αφήγηση προκύπτει τελικά το ειλικρινές πορτρέτο της σύγχρονης Σικελίας.
Ελένη Παπαγεωργίου
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο The Books' Journal, τεύχος 13, Νοέμβριος 2011)
[i] Gialli είναι ο πληθυντικός της λέξης giallo που στα Ιταλικά σημαίνει κίτρινο, το χαρακτηριστικό χρώμα των εξωφύλλων της αστυνομικής σειράς του Mondadori.
[ii] Lombard, Laurent. “Le roman policier italien: entre mystère et silence”. Mouvements 15/16 (2001). σ. 65
[iii] Maeder, C.M. Constantino. “Crime novels in Italy”. Investigating Identities. Questions of Identity in Contemporary International Crime Fiction. Επιμ. Marieke Krajenbrink και Kate M. Quinn. Άμστερνταμ και Νέα Υόρκη: Rodopi, 2009. σ. 274
[iv] Mikula, Maja. “Intellectual engagement in Andrea Camilleri’s Montalbano fiction”. Storytelling. 5/1 (2005). σ. 34
[v] ό.π., σ. 34
[vi] Camilleri, Andrea. Το σχήμα του νερού. Μια υπόθεση για τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο. Μτρφ. Μαρία-Ρόζα Τραϊκόγλου. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 1999. σ. 30
[vii] Lombard, Laurent. “Le roman policier italien: entre mystère et silence”. Mouvements 15/16 (2001). σ. 66
[viii] ό.π., σ. 63
[ix] Camilleri, Andrea. Η ηλικία της αβεβαιότητας. Μια υπόθεση για τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο. Μτρφ. Φωτεινή Ζερβού. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2011. σ. 129
[x] ό.π., σ. 55
[xi] ό.π., σ. 95
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου