Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Στην Ελλάδα του αστυνόμου Χαρίτου

Το 1995 σημαδεύεται από ένα καθοριστικό γεγονός για την ελληνική αστυνομική λογοτεχνία, ένα υποτιμημένο και σχεδόν ακαλλιέργητο λογοτεχνικό είδος στη χώρα επί αρκετές δεκαετίες. Η δημοσίευση του Νυχτερινού Δελτίου, του πρώτου από τα έξι αστυνομικά μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη, σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας περιόδου για την ελληνική αστυνομική λογοτεχνία. Δεκαέξι χρόνια μετά, ο Μάρκαρης δεν είναι ο μοναδικός πετυχημένος Έλληνας συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας. Είναι, ωστόσο, ο αδιαμφισβήτητος πρεσβευτής της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά και της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, στον κόσμο, καθώς τα μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δεκατέσσερις γλώσσες.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, ένα νέο είδος αστυνομικής λογοτεχνίας προέκυψε στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στον πολιτικά ασταθή Νότο. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ζωρζ Σιμενόν, o οποίος στα αστυνομικά αφηγήματά του έδινε προτεραιότητα στην ψυχολογία, οι συγγραφείς του νέου αυτού ρεύματος δεν επικεντρώνουν την αφήγησή τους «στο ίδιο το έγκλημα, αλλά στο ‘σκηνικό χώρο’, στον τόπο όπου ο ντετέκτιβ και τα θύματα ζουν και με τον οποίο τους συνδέουν ισχυροί δεσμοί»[i]. Η προσοχή που δίνεται στην εξερεύνηση των διαφόρων loci criminalis είναι ορισμένες φορές «τόσο λεπτομερής που πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα μπορούν ακόμα να θεωρηθούν μελέτες περίπτωσης και κοινωνικά μυθιστορήματα»[ii] , υποστηρίζει η θεωρητικός Eva Erdmann στο άρθρο της “Nationality international: Detective fiction in the late twentieth century”. Προσθέτει, μάλιστα, ότι όσο αυξάνεται η ποικιλία των πόλεων και χωρών  που χρησιμοποιούνται ως σκηνικά αστυνομικών αφηγήσεων, «η ανάγνωση αστυνομικής λογοτεχνίας τρέπεται σε εθνογραφική ανάγνωση»[iii]. Στα τέλη του εικοστού αιώνα, η αστυνομική λογοτεχνία «έχει αναλάβει την υποχρέωση να περιγράφει τις τοπικές κουλτούρες».[iv]
Την αρχή έκανε το 1974 ο Καταλανός Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν με την κυκλοφορία του πρώτου μυθιστόρηματός του με ήρωα τον Πέπε Καρβάλιο, με τον τίτλο Τατουάζ.  Το τελευταίο βιβλίο που πρωταγωνιστεί ο Καταλανός ιδιωτικός ντετέκτιβ κυκλοφόρησε στα Ισπανικά μόλις το 2000. Μέσα σε αυτά τα εικοσιπέντε χρόνια, ο Πέπε Καρβάλιο και η μυθολογία του ρίζωσαν στην συνείδηση των αναγνωστών στην Ισπανία και όχι μόνο εκεί. Μετά το 1989 και τις μεγάλες αλλαγές που σήμανε η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων και η επίσημη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, ορισμένοι νοτιοευρωπαίοι συγγραφείς στράφηκαν στο έργο του Μονταλμπάν ως σημείο αναφοράς για να γράψουν τα δικά τους αστυνομικά μυθιστορήματα, χωρίς να κρύβουν τις επιρροές τους από τον Καταλανό πρωτεργάτη. Σήμερα πλέον μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι το αποτέλεσμα ήταν ένα νέο είδος αστυνομικής λογοτεχνίας, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της Μεσογειακής Ευρώπης, στο οποίο συνήθως κριτική και αναγνώστες αναφέρονται ως Μεσογειακό Νουάρ.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, πιονιέρος του Μεσογειακού Νουάρ υπήρξε ο Πέτρος Μάρκαρης. Στη  σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων που δημοσιεύει από το 1995 μέχρι σήμερα επιλέγει συνειδητά να ακολουθήσει το ρεύμα του Μεσογειακού Νουάρ, αναγνωρίζοντας τα πλεονεκτήματα που του προσφέρει το είδος.

Ο ήρωας της Λεωφόρου Αλεξάνδρας
Πρωταγωνιστής είναι ο Αστυνόμος Κώστας Χαρίτος, επικεφαλής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της Αστυνομικής Ασφάλειας Αθηνών. Διανύοντας πλέον τη μέση ηλικία, με καταγωγή από κάποιο χωριό της Ηπείρου, ο Χαρίτος ζει με τη γυναίκα του, την Αδριανή, στο Παγκράτι. Η μοναχοκόρη τους, η Κατερίνα, στα πρώτα βιβλία διδακτορική φοιτήτρια Νομικής στη Θεσσαλονίκη, βρίσκεται στα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια, το πιο πρόσφατο μυθιστόρημαα, να εργάζεται ως δικηγόρος, παντρεμένη με τον γιατρό Φάνη. Γιος ενωματάρχη, ο Χαρίτος δεν επέλεξε το επάγγελμα του αστυνομικού αλλά ήταν η μόνη δυνατότητα που του δόθηκε για να φύγει από το χωριό του. Αν και είναι πετυχημένος στη δουλειά του και έχει κερδίσει το σεβασμό του προισταμένου του Γκίκα, ο Χαρίτος δεν απολαμβάνει ιδιαίτερων προνομίων στην υπηρεσία. Αυτό μάλλον οφείλεται  στην ενοχλητική επιμονή του και στη σθεναρή  άρνησή του να αλλάξει τη ρότα της έρευνας όποτε τυχαίνει να εμπλέκονται ισχυροί άντρες της πολιτικής ή των επιχειρήσεων.
Ο Αστυνόμος Χαρίτος δεν είναι ένας πολιτικά ορθός λογοτεχνικός χαρακτήρας. Συχνά φέρνει τον αναγνώστη σε δύσκολη θέση, καθώς δεν καταδικάζει ευθέως την ψυχολογική ή φυσική βία της αστυνομίας και ενίοτε εκφέρει σεξιστικά ή ρατσιστικά σχόλια. Στο Νυχτερινό Δελτίο, γραμμένο το 1995, λίγο μετά την κατάρρευση του καθεστώτος στην Αλβανία και την εισροή του πρώτου μεγάλου κύματος μεταναστών στην Ελλάδα, καθώς ανακρίνει έναν Αλβανό για τη δολοφονία δύο συμπατριωτών του γίνεται επιθετικός: «‘’Mε δουλεύεις, ρε  παλιοπούστη,  κωλοαλβανέ!’’ ουρλιάζω έξαλλος. ‘’Θα σου φορτώσω όσες δολοφονίες  αλβανών ρεμπεσκέδων εκκρεμούν στο αρχείο εδώ και τρία χρόνια, και θα φας ισόβια, γαμώ τον Μπερίσα μου!’’»[v]. Ωστόσο, πίσω από τα σχόλιά του ανιχνεύεται ένα πικρό χιούμορ:
«Τρομοκράτες, ληστείες, ναρκωτικά, ποιος έχει καιρό ν’ ασχολείται με Αλβανούς; Αν είχαν σκοτώσει κανέναν δικό μας , Έλληνα, απ’ αυτούς που τώρα τρώνε σνακ ή κρέπες, θα ήταν διαφορετικό. Μεταξύ τους όμως ας κάνουν ό,τι θέλουν. Φτάνει που διαθέτουμε τα ασθενοφόρα για τη διακινησή τους.»[vi]
Άλλωστε, η δυσκολία του ήρωα του Μάρκαρη να προσαρμοστεί στη νέα πολυπολιτισμική πραγματικότητα της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική του παλαιών αρχών χαρακτήρα που θέλει να χτίσει ο συγγραφέας. Ο Χαρίτος αναπολεί με νοσταλγία το παρελθόν και αντιδρά στις αλλαγές. Μπορεί να μην αναπολεί τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του ζωής κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας, ομολογεί, ωστόσο, ότι πήρε μέρος ως νεαρός αστυνομικός στην έφοδο στο Πολυτεχνείο το Νοέμβρη του 1973, αλλά και ότι χρησιμοποιεί ακόμα κάποιες από τις ανακριτικές τεχνικές που έμαθε από τον Επιθεωρητή Κωστάρα, βασανιστή στην Μπουμπουλίνας.  Ο Χαρίτος δεν θλίβεται για την πτώση της Χούντας, ούτε όμως απολογείται επειδή υπήρξε μάρτυρας των εγκλημάτων της από τη θέση του αστυνομικού, δεν είναι παρά ένα ακόμα κεφάλαιο της καριέρας του.
Όσον αφορά τα πολιτικά του πιστεύω, ο Αστυνόμος Χαρίτος κλίνει προς τη δεξιά αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι φανατικός υποστηρικτής κάποιου πολιτικού ρεύματος. Ως απόδειξη της ουδετερότητάς του λειτουργεί η ιδιόμορφη φιλία του με τον Ζήση, έναν συνταξιούχο αντιστασιακό και παθιασμένο αριστερό που γνώρισε στην Ασφάλεια κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας: o Ζήσης ήταν κρατούμενος και ο Χαρίτος υπηρετούσε εκεί. Μια φιλία δυνατή αλλά και κρυφή, επειδή ο Χαρίτος ντρέπεται να παραδεχτεί ότι κάνει παρέα με έναν κομμουνιστή και αντίστοιχα ο Ζήσης ότι κάνει παρέα με έναν μπάτσο. Με τα λόγια του Χαρίτου, «Eτσι, από την αμοιβαία ντροπή μας προέκυψε μια αμοιβαία εκτίμηση, έστω και αν δεν την  ομολογούσαμε ποτέ ο ένας στον άλλο».[vii] Όταν η Κατερίνα θα περάσει μια δύσκολη περίοδο και θα αμφισβητήσει τη στάση του πατέρα της κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας, ο Χαρίτος θα της γνωρίσει τον Ζήση και έκτοτε η Κατερίνα θα απευθύνεται συχνά σε αυτόν για να τη συμβουλεύσει ή να τη στηρίξει.
Όσο δύσκολο είναι για τον Αστυνόμο Χαρίτο να παραδεχτεί τα φιλικά του αισθήματα για το Ζήση, άλλο τόσο δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει προβλήματα υγείας ή αυτά του οικογενειακού του περιβάλλοντος. Όταν ανακαλύπτει ότι έχει πρόβλημα με την καρδιά του, όταν αναρρώνει από έναν τραυματισμό ή όταν στο Βασικό Μέτοχο η Κατερίνα πέφτει θύμα τρομοκρατικής επίθεσης, δεν έχουμε απέναντί μας παρά έναν τρομαγμένο, αδύναμο άντρα. Οι ανθρώπινες αδυναμίες του υπογραμμίζουν το γεγονός ότι ο ήρωας του Μάρκαρη είναι καταρχήν ένας καθημερινός χαρακτήρας, ένας μικρομεσαίος οικογενειάρχης. Όπως ομολογεί ο ίδιος: «Αλλά εγώ το έχω πάρει απόφαση ότι είμαι ένας μικρομεσαίος που η ζωή του κυλάει με μικρές χαρές και μικρές εκδικήσεις».[viii]
Τα μόνα πάθη του Χαρίτου είναι το παλιό του αυτοκίνητο, ένα Fiat 131 Mirafiori, το οποίο στα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια αναγκάζεται να αντικαταστήσει με ένα Σέατ Ίμπιζα ενόψει του γάμου της Κατερίνας, και η ανάγνωση λεξικών. Ο Χαρίτος απολαμβάνει όσο τίποτε να απομονώνεται στο δωμάτιό του και να μελετά τα λήμματα κάποιου από τα πολλά λεξικά της συλλογής του. Λόγου χάρη, στον πρώτο τόμο της Τριλογίας της Κρίσης, στα πρόσφατα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια, διαβάζουμε μαζί με τον Χαρίτο τους ορισμούς του λεξικού του Δημητράκου πολλών από τους όρους της σύγχρονης οικονομικής πραγματικότητας: δάνειο, κατάσχεση,  τραπεζίτης, τοκογλύφος. Οι ορισμοί συχνά ενσωματτώνονται στην αφήγηση και λειτουργούν ως τροφή για σκέψη για τον πρωταγωνιστή. Μέσω των παραδειγμάτων των λημμάτων, επίσης, προτείνεται ένα ολόκληρο πλέγμα αναφορών στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Έτσι, η μελέτη των λεξικών λειτουργεί στα μυθιστορήματα του Μάρκαρη όπως λειτουργεί η καύση των βιβλίων από τον Πέπε Καρβάλιο στο έργο του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν ή οι συχνές αναφορές στα λογοτεχνικά αναγνώσματα του Επιθεωρητή Μονταλμπάνο στο έργο του Αντρέα Καμιλλέρι. Αξίζει να σημειώσουμε ότι, αν ο Χαρίτος ανατρέχει στους ορισμούς των λεξικών για να ερμηνέυσει τον κόσμο, παρομοίως η σύζυγός του διαθέτει μία ανεξάντλητη συλλογή παροιμιών, λαικών ρήσεων και αρχαίων γνωμικών, κατάλληλων για κάθε περίσταση.
Αυτό που σίγουρα δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα ενδιαφέροντα του Αστυνόμου Χαρίτου είναι η τεχνολογία. Αν ο Επιθεωρητής Μονταλμπάνο δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τη συσκευή του βίντεο, οι τεχνολογικές δεξιότητες του Χαρίτου δεν πάνε παραπέρα από το άνοιγμα και το κλείσιμο της τηλεόρασης και του ραδιοκασετόφωνου. Αρνείται πεισματικά να μάθει να χρησιμοποιεί τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και να ‘εκσυγχρονίσει’ έτσι τις έρευνές του. Αν υπάρχει όμως κάτι που απεχθάνεται περισσότερο από την πληροφορική ο Αστυνόμος Χαρίτος, είναι τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και οι λειτουργοί τους. Στα πρώτα βιβλία, τα ΜΜΕ, και ιδιαίτερα η- προσφάτως εγκαθιδρυμένη- ιδιωτική τηλεόραση, βρίσκονται στο στόχαστρο της κριτικής του. Δεν τον ενοχλούν τόσο τα κίτρινα ρεπορτάζ ή οι παρεμβάσεις των δημοσιογράφων στο έργο της αστυνομίας , όσο οι διεφθαρμένες σχέσεις μεταξύ των ΜΜΕ και των πολιτικών.

Η αναπαράσταση μιας νοσούσας χώρας
Στο στόχαστρο της κριτικής του Χαρίτου δεν βρίσκεται μόνο η διαφθορά στα υψηλά πολιτικά κλιμάκια, οι σχέσεις μεταξύ πολιτικών και επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στα όρια της νομιμότητας ή η κάλυψη που παρέχουν πολιτικοί παράγοντες στη μαφία, αλλά και η διαφθορά του απλού πολίτη. Σχολιάζει με πικρό χιούμορ την άρρωστη σχέση πολιτών και κράτους, την έλλειψη αξιοκρατίας, τα φακελάκια των γιατρών, τις μικροαπάτες και το παιχνίδι με τις αγροτικές επιχορηγήσεις της Ευρωπαικής Ένωσης κατά τη δεκαετία του 1990. Δεν αποφεύγει να ασκήσει κριτική και στην ίδια την αστυνομία, αναφερόμενος στον προιστάμενό του:
«Τόσα χρόνια βιδωμένος στην καρέκλα του γραφείου, να αναλώνει την σκέψη του στα γλειψίματα και στις ίντριγκες, έχει ξεχάσει ότι είναι αστυνομικός και φαντάζεται ότι δουλεύει στις δημόσιες σχέσεις.»[ix]
Στα πρώτα τρία μυθιστορήματα, είναι φανερό ότι ο πρωταγωνιστής συνδέει τη δυσάρεστη εικόνα με τη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, μια κυβέρνηση που συγκροτούν πρώην αριστεροί αγωνιστές. Ο Χαρίτος, που τους γνώρισε από τη θέση του αστυνομικού κατά τη διάρκεια της Χούντας, δεν τους εμπιστεύεται. Ο Πέτρος Μάρκαρης εκφράζει στα μυθιστορήματά του την απογοήτευση από τη νέα δημοκρατική Ελλάδα, δύο δεκαετίες μετά την πτώση της δικτατορίας. Ο συγγραφέας και ο ήρωάς του δεν είναι μόνοι τους. Στην Ισπανία, ο Πέπε Καρβάλιο δυσκολεύεται να αποδεχθεί την εμπλοκή πρώην κομμουνιστών στις προετοιμασίες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης, ενώ  στην Ιταλία ο Σάλβο Μονταλμπάνο εκπλήσσεται από την νέα γενιά τραπεζιτών και επιχειρηματιών της οποίας πρωτοστατούν πρώην σύντροφοί του στο Μάη του 1968.
Η λογοτεχνία του Μάρκαρη χαρακτηρίζεται από ξεχωριστή κοινωνική ευαισθησία. Στο Βασικό Μέτοχο, που κυκλοφορεί το 2006 με την Αλ Κάιντα και τις επιθέσεις των Τσετσένων να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, ο Χαρίτος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια υπόθεση τρομοκρατίας. Ακόμη, σε αυτό το μυθιστόρημα, τον απασχολεί η εγκατάλειψη των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων ούτε δύο χρόνια μετά από τους Αγώνες. Με πικρία διαπιστώνει ότι οι αθλητικές εγκαταστάσεις που με τόσα έξοδα και κόπο κατασκευάστηκαν, μετά τη λήξη των Αγώνων παραδόθηκαν στην ερήμωση και τη λεηλασία.
Στα πρόσφατα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια πραγματικός πρωταγωνιστής είναι η οικονομική κρίση. Ο χρόνος της αφήγησης είναι το καλοκαίρι του 2010 και η ύφεση και οι συνέπειές της έχουν αγγίξει την οικογένεια Χαρίτου: η Κατερίνα και ο Φάνης αντιμετωπίζουν εργασιακή και οικονομική ανασφάλεια, η αύξηση των συντάξιμων χρόνων επηρεάζει τον ίδιο το Χαρίτο, η Αδριανή γίνεται μάρτυρας της αυτοκτονίας ενός γείτονα  που αδυνατεί να αντεπεξέλθει στα χρέη του. Ο Χαρίτος παρατηρεί και προσπαθεί να παραμείνει ψύχραιμος. Χαρακτηριστική είναι η αντίδραση του γαμπρού του προς την απαισιοδοξία της Κατερίνας:
«Όχι, αλλά εντάξει, να φάμε τις περικοπές, τη μείωση του δέκατου τρίτου μισθού και των συντάξεων, να καταπιούμε το ασφαλιστικό... Όχι όμως να κόψουμε το σουβλάκι για να τρώμε κόλυβα.»[x]
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι η κοινωνικοπολιτική κριτική στα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια είναι πλέον πολυφωνική. Χαρακτήρες λιγότερο ή περισσότερο σημαντικοί αφηγούνται ιστορίες οικονομικής κατάρρευσης και δυσχερειών, σχολιάζουν και δίνουν εξηγήσεις για τα τεκταινόμενα. Επίσης, η αφήγηση λειτουργεί ‘επιμορφωτικά’, προτείνοντας αναλύσεις και επεξηγηματικούς ορισμούς για κάποιους από τους παράγοντες και τους όρους του σημερινού οικονομικού τοπίου, τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, τα hedge funds, τις επενδυτικές τράπεζες, τις εισπρακτικές εταιρείες.

 Η Αθήνα των αντιθέσεων
Η ρίζα του κακού για τον Χαρίτο δεν φαίνεται να βρίσκεται τόσο σε κάποιο ορισμένο κοινωνικοπολιτικό ζήτημα αλλά στην κυριαρχία του χάους και της αναρχίας στην καθημερινή ζωή στην Ελλάδα. Στο χάος και την έλλειψη σύγχρονων υποδομών επικεντρώνεται και η αναπαράσταση της πόλης της Αθήνας. Οι πολυάριθμοι αναγνώστες των μεταφρασμένων μυθιστορημάτων του Μάρκαρη δεν βρίσκουν σε αυτά αρχαιολογικά μνημεία και γραφικές γειτονιές. Όπως ο Σικελός Αντρέα Καμιλέρι χρησιμοποιεί τις επισκέψεις του Επιθεωρητή Μονταλμπάνο στα αγαπημένα του εστιατόρια ως ένα εργαλείο συνοχής της αφήγησης, έτσι χρησιμοποιεί ο Μάρκαρης... το μποτιλιάρισμα των Αθηναικών δρόμων. Ο Χαρίτος, που δεν ζει στην επαρχιακή Βιγκάτα όπως ο Σικελός συνάδελφός του, αλλά σε μια μητρόπολη πέντε εκατομμυρίων, σχολιάζει με πικρία την αγάπη των Αθηναίων για τα οχήματά τους: «Παλιά οι Αθηναίοι έβγαζαν τη μέρα τους στα καφενεία με την πρέφα και το τάβλι. Τώρα τη βγάζουν στα αυτοκίνητα με το λεβιέ και το τιμόνι».[xi]
Οι περιγραφές των διαδρομών και της εμπειρίας της οδήγησης στους δρόμους της Αθήνας, σχολαστικές όσο και ζωντανές, είναι τόσο συχνές που ο αναγνώστης φτάνει να συμπάσχει με το άγχος του οδηγού. Η κίνηση σε συνδυασμό με τη συνεχή βουή από τις κόρνες και την ασφυκτική ζέστη κάνουν κάθε σύντομη διαδρομή να μοιάζει με κάθοδο στον Άδη. Έχει ενδιαφέρον ότι στα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια, γραμμένα το 2010 εν μέσω καθημερινών κινητοποιήσεων που παραλύουν την πόλη, ο Αστυνόμος Χαρίτος παρατηρεί μία αλλαγή:
«για πρώτη φορά, κανείς δεν κορνάρει και κανείς δεν διαμαρτύρεται. Φαίνεται πως οι καθημερινές πορείες και τα συλλαλητήρια έχουν σπάσει τις αντιστάσεις και ο κόσμος έχει αφεθεί στο ‘’πεπρωμένο φυγείν αδύνατον’’. Το ίδιο και οι τροχονόμοι.»[xii]
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που επιλέγει ο Μάρκαρης να παρουσιάσει δύο από τα στοιχεία που ορίζουν την πόλη της Αθήνας, την Ακρόπολη και την ακτή της. Σε μία από τις σπάνιες αναφορές στον Ιερό Βράχο, αυτός δεν φαίνεται καν: « …Κοιτάζω ευθεία από την Αιόλου προς την Ακρόπολη, αλλά δεν βλέπω τίποτα, Η Ακρόπολη έχει χαθεί πίσω από ένα άσπρο πέπλο».[xiii] Όσο για την παραλιακή Αθήνα, είναι ένας τόπος γεμάτος αντιθέσεις. Οδηγώντας στην Ποσειδώνος και εισπνέοντας μαζί με το θαλασσινό αεράκι και τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων, ο Χαρίτος περιγράφει: «Η Αθήνα βρωμάει σκουπίδια, η παραλιακή  καυσαέριο. Κατά μήκος της παραλίας ο κόσμος τσαλαβουτάει στα ρηχά ή λιάζεται γεμίζοντας ρύπους τα πνευμόνια του».[xiv]
Ο Χαρίτος δεν αρνείται ότι η Αθήνα είναι μια άσχημη πόλη. Ωστόσο, η ασχήμια της διακόπτεται από παρενθέσεις ομορφιάς, γραφικούς δρομάκους και γειτονιές, επιβλητικά αρχαία και βυζαντινά μνημεία, οάσεις μεσογειακής φύσης. Η εικόνα αυτή θυμίζει τη Βαρκελώνη του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, με τα εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά της θαύματα να βρίσκονται δίπλα σε ζητιάνους και προαγωγούς. Η αναπαράσταση της Αθήνας και της Βαρκελώνης από τους δύο συγγραφείς τις μετατρέπει σε σύμβολα της συνύπαρξης των αντιθέτων που χαρακτηρίζει την Μεσόγειο.
Μέσα από την αναπαράσταση της Αθήνας, ο συγγραφέας ασκεί κριτική και στο –φλέγον σήμερα- ζήτημα της μετανάστευσης και της συγκέντρωσης λαθρομεταναστών στην πρωτεύουσα. Στα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια, ο Χαρίτος και οι βοηθοί του βρίσκονται στις περιοχές όπου ζουν και δρουν οι λαθρομετανάστες, στο λεγόμενο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Εκεί ο Αστυνόμος διαπιστώνει από πρώτο χέρι την έκταση του παραεμπορίου και την έλλειψη έννομης τάξης. Ακούει όμως και τα λόγια ενός Έλληνα καφετζή της Πλατείας Αμερικής, που ζει πλέον από τους μετανάστες πελάτες του, για τον νεόκοπο πόλεμο μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών στη γειτονιά:
«Οι ξένοι ρίχνουν λέει την αξία των ακινήτων. Ποια αξία; Οι μετανάστες ήρθαν γιατί οι τιμές ήταν πατωμένες και οι ιδιοκτήτες τους νοίκιαζαν τα διαμερίσματα για ένα κομμάτι ψωμί. Λες και είχαν να διαλέξουν ανάμεσα στην Κηφισιά και τον Άγιο Νικόλαο Αχαρνών και προτίμησαν τον Άγιο Νικόλαο.»[xv]
Υπάρχει ένα μυθιστόρημα του Πέτρου Μάρκαρη με ήρωα τον Αστυνόμο Χαρίτο που δεν λαμβάνει χώρα στην ελληνική πρωτεύουσα. Στο Παλιά, Πολύ Παλιά, ο αστυνόμος εμπλέκεται στην εξιχνίαση μίας υπόθεσης ενόσω βρίσκεται σε διακοπές με την Αδριανή στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μάρκαρης, γεννημένος στη Βασιλεύουσα, αποτίει με αυτό το μυθιστόρημα φόρο τιμής στον τόπο καταγωγής του. Επιπλέον, βρίσκει την ευκαιρία να αναφερθεί στην πρόσφατη ιστορία των διωγμών των Ρωμιών και στη σημερινή φθίνουσα πορεία της μειονότητας. Η στάση του είναι κριτική, αφενός απέναντι στο συντηρητισμό και την ομφαλοσκόπηση της μειονότητας, αφετέρου απέναντι στη διαχρονική αδιαφορία της Ελλάδας για τα προβλήματα των Ρωμιών. Με την ευκαιρία της συζήτησης για τη ρωμέικη μειονότητα, αναφέρεται σε μια άλλη μειονότητα, αυτή των Τούρκων στη Γερμανία. Ο Μουράτ, ο αστυνόμος με τον οποίο συνεργάζεται στην έρευνα, γιος μεταναστών στη Γερμανία, του λέει: «Καμιά πλειονότητα δεν κατάλαβε ποτέ τις μειονότητες. Εγώ καταλαβαίνω  τους Ρωμιούς καλύτερα από σένα».[xvi]

Γαστριμαργία και σχέσεις των φύλων αλά ελληνικά
Ο Αστυνόμος Χαρίτος ούτε ξέρει να μαγειρεύει ο ίδιος, ούτε έχει αναπτύξει κάποια φιλοσοφία σχετικά με το φαγητό όπως ο Πέπε Καρβάλιο του Μονταλμπάν. Πόσο μάλλον, δεν έχει κάποια λίστα αγαπημένων εστιατορίων όπως ο Μονταλμπάνο του Καμιλέρι. Παρόλ’ αυτά, λατρεύει πραγματικά το φαγητό. Όταν δεν τρώει τις νοστιμιές της Αδριανής, δεν μπορεί να αντισταθεί στην ένοχη απόλαυση της επίσκεψης στο σουβλατζίδικο. Είναι μια πράξη ανεξαρτησίας, ένα διάλειμμα από την υπάκουη οικογενειακή ζωή με την Αδριανή.
Ο Χαρίτος απολαμβάνει τη μαγειρική της γυναίκας του, της Αδριανής, ιδιαίτερα τα γεμιστά της. Αυτά δεν είναι απλά ένα νόστιμο πιάτο, αλλά είναι ένα μήνυμα συμφιλίωσης για το ζευγάρι μετά από κάποιο καβγά:
 « Το τραπέζι της κουζίνας είναι στολισμένο με μια πιατέλα γεμιστά. Παίρνω αμέσως το μήνυμα. Είναι ο τρόπος της Αδριανής για να μου πεί ότι ήρθε η ώρα ν’ αγαπήσουμε . Μας έχει μείνει από τον πρώτο μας καβγά. Είμαστε νιόπαντροι τότε και το φέραμε βαρέως που δε μιλιόμαστε. Το κρατούσαμε όμως, για να μετρήσουμε τις αντιστάσεις του άλλου. ‘Ωσπου μια μέρα η Αδριανή μου έφτιαξε γεμιστά. Ήξερε ότι ήταν η αδυναμία μου, αλλά δεν μου τα είχε φτιάξει ποτέ. Μόλις τα είδα έλιωσα σαν κερί.(…) Κάθε φορά που θέλει ν΄αγαπήσουμε μου φτιάχνει γεμιστά , εγώ της λέω πόσο νόστιμα είναι και ο πάγος λιώνει.»[xvii]
Ιδιαίτερη θέση κατέχει το φαγητό στην αφήγηση του Παλιά, Πολύ Παλιά. Ο Αστυνόμος γοητεύεται από το κωνσταντινουπολίτικο φαγητό. Μέσα στις λίγες μέρες της παραμονής του στην Πόλη αναπτύσσει μια αδυναμία για τα σιροπιαστά γλυκά, αλλά και για το πρωινό... κουλούρι, που του φέρνει αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία.  Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο Παλιά, Πολύ Παλιά το φαγητό δεν είναι μόνο πηγή απόλαυσης, αλλά οι πίτες της γριάς Χάμπαινας τρέπονται σε εργαλείο φόνου, αλλά και σε σύμβολο της μνήμης. 
Ο πεπειραμένος αναγνώστης της αστυνομικής λογοτεχνίας θα εντοπίσει σε τι διαφέρει ο ήρωας του Μάρκαρη από τους περισσότερους ήρωες συγγραφέων της Βόρειας Ευρώπης ή των Η.Π.Α. ως προς τη σχέση του με το φαγητό. Στο Μεσογειακό Νουάρ το φαγητό, και δη το παραδοσιακό σπιτικό φαγητό, παίζει σημαντικό ρόλο. Επιπλέον, συνδέεται συνήθως στενά με τη γυναίκα. Ο Χαρίτος δεν ασχολείται με το τι θα φάει, αυτό είναι ένα ζήτημα που ελέγχει  εξολοκλήρου η Αδριανή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια ότι πρόκειται για ένα ζευγάρι παλαιάς κοπής. Η Αδριανή δεν δουλεύει, αλλά είναι μια αφοσιωμένη νοικοκυρά, που, όπως οι περισσότερες γυναίκες της γενιάς της, προσπαθεί να ευχαριστήσει τον άντρα της με τη μαγειρική της και να κερδίσει τον ανταγωνισμό με την πεθερά της, κάτι που, στην περίπτωση των γεμιστών, η Αδριανή το έχει καταφέρει. Ο Χαρίτος παραδέχεται ότι τα πετυχαίνει πλέον καλύτερα από τη μητέρα του. Αντίθετα, η Κατερίνα, η κόρη του Αστυνόμου, εκπροσωπεί μια νέα γενιά γυναικών. Μορφωμένη και ανεξάρτητη, γι’ αυτήν η μαγειρική δεν είναι προτεραιότητα, κάτι που στεναχωρεί και  απογοητεύει την Αδριανή.
Δεν είναι σύνηθες για τους ήρωες του Μεσογειακού Νουάρ να είναι παντρεμένοι: ο Πέπε Καρβάλιο, ο Μονταλμπάνο, ο Μοντάλ του Ζαν- Κλοντ Ιζζό, ο Πάκο Μαρτίνεθ του Μωρίς Αττιά, ζούνε μόνοι και αποφεύγουν τη δέσμευση, αν και όλοι έχουν μια στενότερη ή πιο χαλαρή σχέση με κάποια γυναίκα. Ο Χαρίτος έχει αναπτύξει τη δική του κυνική θεωρία για το γάμο:
«Το πρόβλημα με το γάμο είναι ότι αρχίζεις ωραία και τελειώνεις άσχημα με τον ίδιο τρόπο: Από την ταχυκαρδία της πρώτης συνάντησης με τη γυναίκα των ονείρων σου περνάς στην ταχυκαρδία της μόνιμης συμβίωσης με τη γυναίκα του εφιάλτη σου.»[xviii]
Παρά τις θεωρίες του, τους συνεχείς καυγάδες και την καυστική κριτική του για την Αδριανή και τη σχέση τους, ο Αστυνόμος Χαρίτος αγαπά και εκτιμά τη γυναίκα του. Μάλιστα, της είναι απόλυτα πιστός και εκείνη τον εμπιστεύεται τυφλά. Η Αδριανή δεν νιώθει να απειλείται ούτε όταν, για τις ανάγκες μιας έρευνας, ο Χαρίτος περνάει ολόκληρη τη μέρα του με  την όμορφη και νεαρή Κούλα. Η γραμματέας του Γκίκα μεταμορφώνεται σε μια έξυπνη ντετέκτιβ χάρη στην εμπιστοσύνη που της δείχνει ο Χαρίτος. «Είστε ο μόνος άντρας συνάδελφος που δεν πιστεύει ότι κάνω μόνο για αρχειοθέτηση και καφέδες»[xix], λέει στον Αστυνόμο. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για εμπιστοσύνη αλλά για ανάγκη– ο Χαρίτος βρίσκεται να κάνει έρευνα ενώ είναι σε αναρρωτική άδεια και η Κούλα είναι ο μόνος βοηθός που μπορεί να έχει, αναγκάζεται λοιπόν να ξεχάσει για λίγο την άποψή του για τις γυναίκες.
Η μεγαλύτερη ίσως διαφορά ανάμεσα στο έργο του Πέτρου Μάρκαρη και αυτό των υπολοίπων εκπροσώπων του Μεσογειακού Νουάρ είναι η απουσία  του τόσο χαρακτηριστικού αισθησιασμού στην αναφορά τους στις γυναίκες. Στα μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη, οι περιγραφές των γυναικείων χαρακτήρων είναι μάλλον κυνικές, ενώ το ενδιαφέρον του Χαρίτου  για αυτές δεν είναι παρά επαγγελματικό.  Ενίοτε, η στάση του μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμα και σεξιστική. Πρόκειται για ένα τύπο σεξισμού που φαίνεται να συνδέεται με τη σεξουαλική ανασφάλεια του ίδιου του Χαρίτου ή με την προβληματική σεξουαλική του ζωή, η οποία γίνεται αντιληπτή σε μια από τις σπάνιες περιγραφές ερωτικής δραστηριότητας μεταξύ του ζεύγους, όταν ο Χαρίτος μας εμπιστεύεται τις σκέψεις του: «Κάπου στη μέση το έχω μετανιώσει και θέλω να φύγω, όπως φεύγεις από βαρετή ταινία στο διάλειμμα».[xx]
Τις ελάχιστες περιπτώσεις που ο Αστυνόμος δείχνει εμπιστοσύνη σε μια γυναίκα νιώθει ενοχές, πιστεύοντας ότι ο θαυμασμός του για αυτή μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην πρόοδο της έρευνας. Και ίσως να μην έχει άδικο, αν λάβουμε υπόψη ότι πολύ συχνά στις περιπέτειες του Αστυνόμου Χαρίτου αποκαλύπτεται τελικά ότι ο ένοχος είναι γένους θηλυκού, στοιχείο που παραπέμπει στους κανόνες της αμερικάνικης hard boiled λογοτεχνίας των αρχών του εικοστού αιώνα.
Πέρα από την αστυνομική λογοτεχνία
Στην πραγματικότητα όμως, ο Πέτρος Μάρκαρης, αν και χρησιμοποιεί πολλά από τα  μοτίβα του hard boiled, δεν γράφει hard boiled μυθιστορήματα. Η κριτική στάση του συγγραφέα απέναντι σε επίκαιρα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα αλλά και στις χρόνιες παθογένειες της Ελλάδας, επιτρέπει στα έργα του να περάσουν τα σύνορα της αστυνομικής λογοτεχνίας. Το ίδιο συμβαίνει με το έργο και άλλων συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας της Μεσογείου, του Μονταλμπάν, του Καμιλέρι, του Ιζζο και του Αττιά. Αυτό που δίνει ιδιαίτερη δύναμη στην κριτική του Μάρκαρη και, συγχρόνως, τον ξεχωρίζει από τους προαναφερθέντες, είναι η ταυτότητα και η πολιτική στάση του πρωταγωνιστή του, η οποία επηρεάζει την οπτική του γωνία. Ο Χαρίτος είναι Έλληνας αστυνομικός, έχει υπηρετήσει στην Αστυνομία κατά τη διάρκεια της Επταετίας, και αν και δεν ασχολείται ιδιαίτερα με την πολιτική οι θέσεις του κλίνουν προς τη δεξιά. Αντιθέτως, ο Πέπε Καρβάλιο και ο Σάλβο Μονταλμπάνο παραδείγματος χάριν, μοιράζονται ένα αριστερό παρελθόν ενεργούς δράσης. Στην περίπτωση του Μάρκαρη έχουμε να κάνουμε με έναν αριστερών πεποιθήσεων συγγραφέα που γράφει για έναν δεξιών πεποιθήσεων αστυνομικό: το αποτέλεσμα είναι μια λογοτεχνία ειλικρινής που διακρίνεται από μια μοναδική κοινωνική ευαισθησία. Τα μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη φιλοτεχνούν ένα ζωντανό και ίσως απαισιόδοξο πορτρέτο  της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, ένα πορτρέτο  που πολύ απέχει από την εικόνα της Ελλάδας του Mamma Mia και των τουριστικών οδηγών του Lonely Planet.
Ελένη Παπαγεωργίου
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο The Books' Journal, τεύχος 10, Αύγουστος 2011.)



[i] Erdmann, Eva. “Nationality International: Detective fiction in the late twentieth century”. Investigating Identities. Questions of Identity in Contemporary International Crime Fiction. Επιμέλεια Marieke Krajenbrink και Kate M. Quinn. Amsterdam/New York: Rodopi, 2009. σ. 12
[ii] ό.π., σ. 13
[iii] ό.π., σ. 19
[iv] ό.π., σ. 25
[v] Μάρκαρης, Πέτρος. Νυχτερινό Δελτίο. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 1995. σ. 19
[vi] ό.π., σ. 13
[vii] Μάρκαρης, Πέτρος. Ο Τσε Αυτοκτόνησε. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2003. σ. 198
[viii] Μάρκαρης, Πέτρος. Βασικός Μέτοχος. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2006. σ. 430
[ix] Μάρκαρης, Πέτρος. Παλιά, Πολύ Παλιά. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2008. σ. 180
[x] Μάρκαρης, Πέτρος. Ληξιπρόθεσμα Δάνεια. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2010. σ. 116
[xi] Μάρκαρης, Πέτρος. Άμυνα Ζώνης. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 1998. σ. 100
[xii] Μάρκαρης, Πέτρος. Ληξιπρόθεσμα Δάνεια.  ό.π., σ. 95
[xiii] Μάρκαρης, Πέτρος. Ο Τσε Αυτοκτόνησε. ό.π., σ. 130
[xiv]Μάρκαρης, Πέτρος. Άμυνα Ζώνης. ό.π., σ. 56
[xv] Μάρκαρης, Πέτρος. Ληξιπρόθεσμα Δάνεια. ό.π., σ. 190
[xvi] Μάρκαρης, Πέτρος. Παλιά, Πολύ Παλιά. ό.π., σ. 217
[xvii] Μάρκαρης, Πέτρος. Νυχτερινό Δελτίο. ό.π., σ. 241
[xviii]Μάρκαρης, Πέτρος. Άμυνα Ζώνης. ό.π., σ.  177
[xix] Μάρκαρης, Πέτρος. Ο Τσε Αυτοκτόνησε. ό.π., σ. 154
[xx] Μάρκαρης, Πέτρος. Νυχτερινό Δελτίο. ό.π., σ. 71

Ένα μπλουζ για τη δεκαετία του '60

ΕΝΑ ΜΠΛΟΥΖ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ‘60

Ιστορικές στιγμές που σφράγισαν τον προηγούμενο αιώνα, παθιασμένοι έρωτες, ψυχαναλυτικές συνεδρίες, κινηματογραφικά αριστουργήματα, λουξεμπουργισμός και μαοϊσμός, καλό γαλλικό κρασί και δαιδαλώδεις αστυνομικές έρευνες: αυτά είναι μερικά μόνο από τα κομμάτια του παζλ που συνθέτουν την πολυσυζητημένη τριλογία του Γάλλου ψυχιάτρου-ψυχαναλυτή και σεναριογράφου Μωρίς Αττιά. Σκοτεινά αστικά παραμύθια, αλλά και έργα βαθιάς κοινωνικής, ιστορικής και πολιτικής κριτικής, το Μαύρο Αλγέρι, Η Κόκκινη Μασσαλία και το Παρίσι Μπλουζ αναδεικνύονται σε άξιους εκπρόσωπους του Μεσογειακού Νουάρ[1] του εικοστού πρώτου αιώνα.


               Τα μυθιστορήματα του Μωρίς Αττιά, όπως δηλώνουν και οι τίτλοι τους, διαδραματίζονται σε διαφορετικές πόλεις: Αλγέρι, Μασσαλία, Παρίσι. Αντίθετα με τον χώρο της αφήγησης, όμως, ο χρόνος είναι ορισμένος και καθοριστικός. Πρόκειται για μια πορεία στην ταραγμένη, ανατρεπτική και, κακά τα ψέματα, μυθοποιημένη δεκαετία του 1960.  Ο αναγνώστης ακολουθεί τον πρωταγωνιστή στις περιπέτειές του, ξεκινώντας από τις ταραχές στο Αλγέρι του 1962 και καταλήγοντας στο θάνατο του Σαρλ Ντε Γκωλ στα τέλη του 1970.
               Τα τρία μυθιστορήματα είναι πολυφωνικά˙ πολυάριθμα πρόσωπα, το καθένα με την ιστορία του και τον ιδιαίτερο λόγο του, αναλαμβάνουν ρόλο αφηγητή. Ωστόσο ο  πρωταγωνιστής είναι ένας, και μάλιστα πρόκειται για έναν εξαιρετικά γοητευτικό χαρακτήρα. Από την πρώτη κιόλας σελίδα, ο ίδιος συστήνεται στον αναγνώστη και αφηγείται σύντομα την έως τότε ζωή του:
«Το όνομά μου είναι Πάκο Μαρτίνεθ. Είμαι, ήμουν, θα εξακολουθήσω ίσως να είμαι αστυνομικός επιθεωρητής, αν τους αρέσω στη Μασσαλία.
Γεννήθηκα στην Καταλωνία στο Μπάριο Γκότικο της Βαρκελώνης το 1930, από πατέρα δάσκαλο στο επάγγελμα, αναρχικό στις πεποιθήσεις, που τον καθάρισαν οι κομμουνιστές το ’37, και από μητέρα μικροαστή καθολική, που έχω να δω από τα έξι μου. Ο πατέρας μου με απομάκρυνε από τη μητέρα μου για να με γλιτώσει από την επιρροή της. Με εμπιστεύτηκε στη δική του μητέρα, τη γιαγιά μου, χήρα που έκανε εμπόριο αλλαντικών.
Μετά τον πόλεμο, η γιαγιά μου επέλεξε να διαφύγει από την Ισπανία του Φράνκο και αυτοεξορίστηκε στην Αλγερία , στη Μπασέτα του Μπαμπ-ελ-Ουέντ.»[2]
Σε μια στιγμή αυτογνωσίας – όχι τη μοναδική της τριλογίας- ο Πάκο φιλοτεχνεί την αυτοπροσωπογραφία του:
«Το ένα κομμάτι μου είναι γιός ισπανού αναρχικού, άρα πεισματάρης, το δεύτερο, πιε-νουάρ,[3] άρα ξεροκέφαλος σαν μουλάρι, το τρίτο επαναπατρισθείς, άρα μνησίκακος, το τέταρτο, μπάτσος και μάλλον τσαντισμένος, άρα το σύνολο, είναι έτοιμο να περάσει από την άλλη πλευρά του νόμου.»[4]
Τείνει όντως να βρίσκεται συχνά από την άλλη πλευρά του νόμου, όχι όμως επειδή του λείπει το αίσθημα του δικαίου. Αφού βρέθηκε στην αστυνομία επιθυμώντας να γίνει ένας υποδειγματικός αστυνομικός, βλέποντας ο ίδιος το επάγγελμά του ως λειτούργημα, δεν μπορεί, χρόνια μετά, να αποδεχτεί την πραγματικότητα, τη διαφθορά του Σώματος και τις παρακρατικές πρακτικές των συναδέλφων του. Νιώθει ξένο σώμα.
 Όπως ο ήρωας του Πέτρου Μάρκαρη, ο αστυνόμος Χαρίτος, έτσι και ο Πάκο είναι παρών σε καίρια ιστορικά γεγονότα από τη λάθος πλευρά. Ο Χαρίτος στα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας κατά τη διάρκεια της Χούντας, μάρτυρας στα βασανισήρια των διαφωνούντων, ο Πάκο στην -φιλικά προσκείμενη προς την παρακρατική ομάδα OAS[5]- αστυνομία στο Αλγέρι κατά τη διάρκεια των ταραχών των αρχών της δεκαετίας του 1960, και έπειτα απέναντι στους εξεγερμένους φοιτητές στο Παρίσι του Μάη του 1968. Μέχρι και στο πανεπιστήμιο της Βενσέν θα βρεθεί, σε αποστολή συλλογής πληροφοριών για τη δράση των αριστεριστών. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με τον Χαρίτο, ο αναγνώστης δεν τον προσλαμβάνει ως αρνητικό χαρακτήρα. Σε αυτό συντελεί, στην περίπτωση του Πάκο Μαρτίνεθ, η –φαινομενική τουλάχιστον- αποστασιοποίηση από τα πολιτικά πράγματα και η σχεδόν θρησκευτική επιμονή στην ουδετερότητα.[6]
Η ουδετερότητα του πρωταγωνιστή επιτρέπει στο συγγραφέα την αμερόληπτη και ψύχραιμη κριτική. Δεν λείπουν, βέβαια, και οι στιγμές που η εμμονή του στην ουδετερότητα κλονίζεται και μέσα από τα σχόλιά του διαφαίνεται η θέση του απέναντι στα γεγονότα. Ο πόλεμος της Αλγερίας και η αιματηρή προσπάθεια του OAS να αποτρέψει την ανεξαρτησία της Αλγερίας, είναι για τον Πάκο «ένα παιδικό όνειρο παντοδύναμο και κτηνώδες. Το όνειρο ενός ανισόρροπου εθνικιστή, ρατσιστή, φασίστα, δολοφόνου».[7] Παρομοίως, σε πολλές ευκαιρίες στην Κόκκινη Μασσαλία και στο Παρίσι Μπλούζ, εκθέτει την κριτική του θέση απέναντι στη γενιά του Μάη του ‘68 και την πολιτική της δράση.
Ο Μωρίς Αττιά δημιουργεί έναν νουάρ ήρωα, έναν άντρα μόνο που παλεύει «να επιβάλει έστω και τον μικρότερο δυνατό έλεγχο στο χάος της σύγχρονης ύπαρξης»[8]. Περιτριγυρισμένος από μίσος, βία και, πάνω απ’ όλα, θάνατο, ο επιθεωρητής Μαρτίνεθ νιώθει ανήμπορος να αντιμετωπίσει τον κύκλο του αίματος, αδυνατεί όμως να παραδοθεί. Στο Μαύρο Αλγέρι, καθώς ο θάνατος γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς του, αναλογίζεται:
«Ήθελα να πείσω τον εαυτό μου ότι εξακολουθούσα να έχω τον έλεγχο της ζωής μου, ενώ ο θάνατος είχε καταλάβει ήδη το χώρο και το χρόνο και μόνο αυτός ήταν σε θέση να αποφασίσει πώς θα τέλειωνε το παιχνίδι. Εγώ δεν ήμουν παρά ένα γελοίο πιόνι σε αυτή την παρτίδα, παραδομένο στην φονική φαντασία των πρωταγωνιστών.»[9]
Εκτός από τον αναπόφευκτο θάνατο, τον Πάκο φαίνεται να απασχολεί συνεχώς και το ζήτημα της ταυτότητας, της πατρίδας. Νιώθει –δικαιολογημένα, θα ισχυρίζονταν κανείς- επαναλαμβανόμενα εξόριστος. Τη φυγή από τη Βαρκελώνη στα έξι του χρόνια ακολουθεί η φυγή από την Αλγερία, και τέλος η φυγή από τη Μασσαλία για το Παρίσι. Όπως πικρά λέει ο ίδιος ο ήρωας: «από γεννησιμιού μου, είχα το ταλέντο να επιλέγω μέρη όπου οι πληθυσμοί στρέφονταν αναπόφευκτα προς τη φυγή και την εξορία...».[10] Η τριλογία, άλλωστε, του Μωρίς Αττιά είναι γεμάτη από αφηγήσεις διώξεων και εξορίας. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στο ζήτημα της γενοκτονίας και της διασποράς των Αρμενίων. Στην Κόκκινη Μασσαλία, όπου συναντιούνται ο αρμένιος συνεργάτης του ήρωα Κουπιγκιάν και ένας ερασιτέχνης αρχειοθέτης και ερευνητής της ιστορίας της γενοκτονίας ονόματι Αγκοπιάν, ο Αττιά εντάσσει στο μυθοπλαστικό του έργο μια ιστορική αφήγηση των ιστορικών γεγονότων, ένα χρονολόγιο της φρίκης.  

Les Vieux Amants[11]
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι είναι άδικο να αναφερόμαστε στον Πάκο ως πρωταγωνιστή, όταν στην πράξη στην τριλογία του Μωρίς Αττιά έχουμε να κάνουμε με ένα πρωταγωνιστικό παθιασμένο ζευγάρι. Η Ιρέν είναι η επί πολλά χρόνια σύντροφος του Πάκο και η πολυτάραχη εξέλιξη αυτής της σχέσης καταλήγει να είναι το ίδιο σημαντική για την αφήγηση όσο και οι υποθέσεις που προσπαθεί να διαλευκάνει ο επιθεωρητής. Η Ιρέν, μια κομψή κοκκινομάλλα από την Ορλεάνη, φτιάχνει καπέλα τα οποία πουλάει στην μπουτίκ της στο Αλγέρι- και έπειτα στο Αιξ. Είναι μια ανεξάρτητη γυναίκα, εργένισσα από επιλογή, που απαγορεύει στον Πάκο ακόμα και τον κοινό νυχτερινό ύπνο, με τη δικαιολογία ότι η νυχτερινή συγκατοίκηση θα σημάνει το θάνατο του παθιασμένου τους έρωτα. Ένα τραγικό γεγονός είναι αγκάθι στη σχέση τους: η Ιρέν έχει χάσει το πόδι της σε μία τρομοκρατική επίθεση του FLN (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Αλγερίας), της κυριότερης οργάνωσης του αντιαποικιακού αγώνα στην Αλγερία, στο Καζίνο του Αλγερίου. Ο Πάκο, που είχε αρνηθεί να τη συνοδεύσει στο χορό εκείνη την νύχτα, βασανίζεται από τύψεις και, συνεχώς αντιμέτωπος με το τεχνητό μέλος και τη χωλότητα της αγαπημένης του, νιώθει περισσότερο οίκτο παρά έρωτα.
Ο έρωτάς τους είναι ένας πόλεμος ενάντια στο θάνατο. Τόσο στο Αλγέρι των εμφυλίων συγκρούσεων, όσο και στη Γαλλία των πολιτικών ταραχών πριν και μετά το Μάη του 1968, ο έρωτας μετατρέπεται σε κορυφαία πράξη ζωής. Η Ιρέν ανησυχεί για τον Πάκο και το επικίνδυνο φλερτ του με το θάνατο:
«Τον γέμιζα ζωή από τη μια, άδειαζε από την άλλη. Ο θάνατος τον κατέτρωγε. Γινόταν ύπουλα ο αγαπημένος του σύντροφος. Σύντομα δεν θα υπήρχε χώρος παρά μόνο για αυτόν.(...) Πώς να τον συναγωνιστώ; Πάντα χάνεις με αντίπαλο τον θάνατο. Κυρίως όταν ο παρτενέρ σου είναι ένας άντρας που αποδεικνύεται νεκρόφιλος.»[12]
Αν η Ιρέν είναι η μία γυναίκα της ζωής του Πάκο, η άλλη είναι η γιαγιά του, μαζί με την οποία ζει στο Αλγέρι. Εξόριστη από τον τόπο της, τη Βαρκελώνη, ζει για να φροντίζει τον εγγονό της και περνάει τη μέρα της καθισμένη στο παράθυρο με σταυρωμένα τα χέρια, περιμένοντάς τον. Η Ιρέν είναι για αυτήν μια απειλή, μια γυναίκα που προσπαθεί να την απομακρύνει από τον μονάκριβό της Πάκο.
               Η Ιρέν και η γιαγιά δεν είναι, βέβαια, οι μοναδικές γυναίκες της τριλογίας του Γάλλου συγγραφέα. Στην παράδοση του hard-boiled αμερικάνικου μυθιστορήματος, και σε συνδυασμό με τον αισθησιασμό που χαρακτηρίζει τα έργα του Μεσογειακού Νουάρ, ο Αττιά εντάσσει στην αφήγηση πληθώρα ‘μοιραίων’ γυναικών. Στο Μαύρο Αλγέρι πρόκειται για την εντυπωσιακή κυρία Τεβενό. Για τον Πάκο μοιάζει «με την Τζέιν Μάνσφιλντ ή τη Μέριλιν Μονρόε. Καμία σχέση με μητέρα. Μια εφιαλτική σύζυγος. Μια ονειρεμένη ερωμένη.»[13] Στην Κόκκινη Μασσαλία, το ρόλο της μυστηριώδους γυναίκας παίζει η Εύα Πελετιέ, το Μυρμήγκι όπως την αποκαλούν στους αριστερίστικους κύκλους. Από εύθραυστη γυναίκα, παίγνιο στα χέρια των εραστών της, η Εύα, μέσα από τον έρωτα και τη φιλία με τη δυναμική Ιρέν, συνειδητοποιείται και ωριμάζει. Αντιμέτωπη με την αδυναμία του αγαπημένου της αποφασίζει να εκδικηθεί γι’ αυτόν, ως γυναίκα-τιμωρός.
Στο Παρίσι Μπλουζ, ο Πάκο θα νομίσει ότι ερωτεύτηκε και πάλι, αυτή τη φορά την πορσελάνινη ομορφιά και τους αριστοκρατικούς τρόπους μιας παγερής ξανθιάς, της Ιζαμπέλ, που θυμίζει τις γυναίκες του Χίτσκοκ. Θα γνωρίσει, όμως, και την Βιρζινί, μια ψυχολογικά τραυματισμένη γυναίκα, που από την πρώτη συνάντηση του φαίνεται «απολαυστικά βυθισμένη σε μια εσωτερική μοναξιά».[14] Η Βιρζινί είναι μια αρνητική δύναμη, ένας θηλυκός δαίμονας που έλκεται από την καταστροφή. Το σκηνικό των γυναικείων χαρακτήρων συμπληρώνουν οι πόρνες, η  Ερνεστίν και η Κάρον. Πάντα οι συγγραφείς του αστυνομικού μυθιστορήματος έβρισκαν εξαιρετικά εκλυστικό το χώρο της πορνείας και ο Αττιά δεν είναι η εξαίρεση.
Οι γυναίκες της τριλογίας ανατρέπουν το στερεότυπο της γυναίκας-θύματος που συνδέεται με την κλασική αστυνομική λογοτεχνία. Πετυχημένες επαγγελματίες, εργένισσες από επιλογή, θαρραλέες ερωμένες, συνειδητοποιημένες πόρνες, οι γυναίκες του Μωρίς Αττιά χαρακτηρίζονται την ίδια στιγμή από το  μεσογειακό αισθησιασμό και το ταπεραμέντο τους και από την ακατάβλητη δίψα τους για επιβίωση. Παίρνουν τις ζωές τους στα χέρια τους και αγωνίζονται για την ανεξαρτησία και την ελευθερία τους. Επιπλέον, δρουν ως καταλύτες της δράσης, χωρίς όμως να χρεώνονται την ευθύνη για το κακό που προκαλούν. Ακόμα και η Βιρζινί δεν κρίνεται ευθέως ένοχη. Τα παιδικά της τραύματα, ο προβληματικός της ψυχισμός προβάλλονται ως  μάρτυρες υπεράσπισης.

Mare Nostrum
Οι πόλεις που φιλοξενούν διαδοχικά τον ήρωα στην πορεία του από τον νότο στο βορρά αναδεικνύονται σε πρωταγωνίστριες. Το Αλγέρι, η λευκή πόλη, οι γειτονιές του, το Μπαμπ-ελ-Ουέντ, η Κασμπά, η Μπασέτα, αλλά και οι παραλίες και η θάλασσά του, είναι η πατρίδα για τον απάτριδα Πάκο. Η Μασσαλία, όπως σχολιάζει ο Πάκο στην πρώτη του επίσκεψη: «θύμιζε Αλγέρι. Μείον τους νεκρούς. Συν τον άνεμο».[15] Όταν πια, μετά από τον βίαιο επαναπατρισμό στη μητροπολιτική Γαλλία, βρίσκεται να ζει εκεί, ομολογεί ότι δεν την αγαπάει, και εκείνη του το ανταποδίδει. Δεν μπορεί να αποφύγει τις συγκρίσεις με το Αλγέρι:
«Επιπλέον, τα πάντα εδώ θύμιζαν τα μέρη εκεί κάτω με τρόπο ολέθριο: η ίδια θάλασσα, χωρίς τον κόλπο˙ η ίδια Νοτρ-Νταμ, χωρίς την Αφρική˙ η αντίστοιχη συνοικία της δικής μας Μπασέτα ήταν το Πανιέ, το ίδιο λαϊκή αλλά πιο κακόφημη˙ μια Κασμπά, στην Πύλη του Αιξ, χωρίς όμως την ομορφιά της αλγερινής˙ το ίδιο γαλάζιο του ουρανού , μα ένας άλλος αέρας, πιο βίαιος˙ η ίδια γλώσσα, μα άλλη προφορά. Ο κατάλογος των αρνητικών στοιχείων αυτής της αποικίας των Φωκαέων είναι ατελείωτος.»[16]
Η Μασσαλία, η μεγάλη αγάπη του Ζαν-Κλοντ Ιζζό, μετατρέπεται στο έργο του πιέ-νουάρ Αττιά σε μια πόλη εχθρική.
Ο Πάκο ερωτεύεται το Παρίσι˙ όταν μετακομίζει εκεί μονολογεί: «Έχασα την αγάπη μιας γυναίκας μα κέρδισα μια πόλη που ήδη αγαπούσα...».[17] Αυτό βέβαια δεν σημαίνει οτι δεν υποφέρει από μια βαθιά νοσταλγία για το νότο, για όσα σημαίνουν γι’ αυτόν οι ακτές της Μεσογείου: «Βρισκόμουν στα βόρεια του Λίγηρα, σε μια περιοχή όπου κυριαρχούσε η μουντάδα, η βροχή, το κρύο. Το δέρμα στερημένο από την Ιρέν, τον ήλιο της βεράντας, το φως, τιμωρημένο».[18] Το ίδιο νιώθει και όταν επισκέπτεται τη Μαδρίτη: «Η υγρασία του Αλγερίου μού έλειπε. Το ίδιο και οι ανοιξιάτικες μοσχοβολιές στις ακτές της Μεσογείου».[19] Στην παραλιακή Βαρκελώνη,όμως, τόπο καταγωγής και σκηνικό των πρώτων αναμνήσεών του πριν τον Ισπανικό Εμφύλιο και τη φυγή στην Αλγερία, βρίσκει τη χαμένη του πατρίδα. Η μουσική, οι μυρωδιές της πόλης, η θάλασσα, όλα του είναι οικεία.
               Αλγερία, Γαλλία, Ισπανία... από το αφήγημα του Μωρίς Αττιά δεν θα μπορούσε να λείπει μία επίσκεψη στο άλλο άκρο της Μεσογείου, την Ελλάδα. Ο αναγνώστης την βλέπει μέσα από τα μάτια της Ιρέν, της συντρόφου του Πάκο, που ταξιδεύει στις ακτές της Πελοποννήσου. Το τοπίο την αναστατώνει, η ομοιότητα με την Αλγερία την εντυπωσιάζει. Στο χωριό όπου καταλύει βλέπει μια εκδοχή της Κασμπά του Αλγερίου, «άψογη, ασπρισμένη με έναν εκτυφλωτικό ασβέστη, με κυανόχρωμες πινελιές από παντζούρια και αυλόπορτες, και στενοσόκακα σπαρμένα με ξερά πέταλα».[20] Το κέρασμα της σπιτονοικοκυράς, μεζέδες και λευκό κρασί, τής θυμίζει και αυτό την Αλγερία.
               Η Μεσόγειος δεν εξιδανικεύεται από την πένα του Αττιά. Όπως και στην Τριλογία της Μασσαλίας του Ζαν-Κλοντ Ιζζό,[21] προκύπτει ως ένας τόπος γεμάτος αντιθέσεις: το φως, οι ζεστοί άνθρωποι, η θάλασσα, οι καθημερινές απολαύσεις είναι το ίδιο παρούσες όσο και η ταξική και φυλετική ανισότητα, η βία, η εγκληματική διαφθορά. Σύμβολο της αιώνιας μάχης μεταξύ ζωής και θανάτου, αυτό το αντιθετικό δίπολο βρίσκεται στη βάση της αφήγησης: η θεματική αντιπαράθεση μεταξύ των απολαύσεων της μεσογειακής καθημερινότητας, της ιστορίας και της ομορφιάς του τόπου και της εκφυλιστικής βίας και διαφθοράς επιμένει να θυμίζει στον αναγνώστη ότι η ιστορία που διαβάζει εκτυλίσσεται σε έναν ιδιαίτερο τόπο, στις ακτές της θάλασσας της Μεσογείου.

Μικρές απολαύσεις
Στον Πάκο Μαρτίνεθ αρέσει το καλό γαλλικό κρασί, το ανιζέτ και το καλομαγειρεμένο φαγητό, χωρίς να φτάνει όμως σε γνώσεις και επιλεκτικότητα άλλους συναδέλφους του. Στα μυθιστορήματά τους, ο Αντρέα Καμιλλέρι, ο Ζαν-Κλοντ Ιζζό, ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, τρεις μάστορες του γένους του Μεσογειακού Νουάρ, στα πλαίσια του οποίου κινείται και η τριλογία του Αττιά, χτίζουν χαρακτήρες με πάθος για το ποιοτικό φαγητό και ποτό. Για τον Ιζζό, για να αφηγηθεί κανείς μια μεσογειακή ιστορία απαιτείται να σταθεί στο χρόνο που αφιερώνουν οι άνθρωποι που ζουν στις ακτές της Μεσογείου στο φαγητό και το ποτό, δραστηριότητες που δεν είναι τελικά παρά αφορμή για κοινωνική συναναστροφή και συζήτηση για πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα:
«Στη Μασσαλία, ακόμα και αν εκτυλίσσεται μια καταστροφή, αν είναι μεσημέρι θα πάμε να πιούμε και να τσιμπήσουμε κάτι, έτσι κι αλλιώς δεν θα γίνει κάτι αν αναστατωθούμε. Δεν θα αλλάξουμε τον κόσμο με το να απαρνηθούμε το παστίς. Μετά τη σιέστα, θα δούμε.»[22]
Ξεχωριστή στην τριλογία είναι η θέση της κέμια, της πλούσιας ποικιλίας που συνοδεύει το απεριτίφ στην Αλγερία. Κέμια του ετοιμάζει η γιαγιά του κάθε μεσημέρι και πάνω από μια κέμια αποχαιρετάει τον φίλο του Σουκρούν όταν αυτός αποφασίζει να εγκαταλείψει το Αλγέρι: «φυστίκια, πικάντικες τσακιστές ελιές, κουκιά με κύμινο, λούπινα, ψητά ρεβίθια, τσορίθο, κρέας με πάπρικα, σαρδέλες πλακί και διάφορα άλλα, με ένα μπουκάλι ανιζέτ Φενίξ».[23]
               Τις γαστριμαργικές του απολαύσεις ο Πάκο τις χρωστάει στις γυναίκες που τον αγαπούν: στη γιαγιά του, στην Ιρέν, στη χήρα του Σουκρούν, στην Ανζέλ, την ηλικιωμένη πληθωρική πατρόνα του μπιστρό όπου συχνάζει στην αγορά των Αλ στο Παρίσι. Στην παράδοση της Μεσογείου το μαγείρεμα βρίσκεται στην απόλυτη δικαιοδοσία της γυναίκας και η παρασκευή ορισμένων πιάτων για τον άντρα αποκτάει διαστάσεις συμβολισμού. Η σύζυγος  του Σουκρούν του μαγειρεύει barbouche, το αγαπημένο του φαγητό, κάθε φορά που φτάνει γράμμα από το γιό τους, φοιτητή στη Μασσαλία: «Είναι κάτι σαν γαστριμαργικός κώδικας για να μου αναγγείλει τα καλά νέα», λέει ο Σουκρούν.[24] Φέρνει στο νου του προσεκτικού αναγνώστη τα γεμιστά που ετοιμάζει η Αδριανή στον αστυνόμο Χαρίτο, ήρωα των αστυνομικών μυθιστορημάτων του Πέτρου Μάρκαρη. Τα γεμιστά της δεν είναι ένα απλό πιάτο, αλλά ένα μήνυμα συμφιλίωσης μετά από κάποιον καβγά με τον άντρα της.
Αν τα εστιατόρια είναι το καταφύγιο του επιθεωρητή Μονταλμπάνο, ήρωα των αστυνομικών μυθιστορημάτων του Καμιλλέρι, για τον Πάκο Μαρτίνεθ αυτό είναι ο κινηματογράφος. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο συγγραφέας γράφει σενάρια για τον κινηματογράφο. Ο Πάκο, εθισμένος στις σκοτεινές αίθουσες και πολύ καλός γνώστης της ιστορίας του κινηματογράφου, εξερευνά με μεθοδικότητα τις αίθουσες τέχνης και δεύτερης προβολής, όπου τυχόν βρίσκεται κάθε φορά, στο Αλγέρι, στη Μασσαλία, στο Παρίσι. Από τη μία μεριά, οι πυκνές αναφορές σε κινηματογραφικά έργα, σκηνοθέτες και ηθοποιούς, μέσω των οποίων ο Πάκο περιγράφει τον κόσμο, δίνουν μια συνοχή στην αφήγηση και ενδυναμώνουν τον χαρακτήρα. Παράλληλα, προσφέρουν ανάσες στην αφήγηση, ευκαιρίες να χαλαρώσει ο αναγνώστης από την καταιγιστική δράση και να αυξηθεί το σασπένς. Από την άλλη, ο κινηματογράφος προτείνεται ως το κατεξοχήν μέσο για την απόδοση από το συγγραφέα της ιδιαίτερης ατμόσφαιρας και της ιδεολογικής και πνευματικής κινητικότητας της εποχής. Ο Πάκο βλέπει σε πρώτη προβολή, σχολιάζει ή συζητάει για έργα σταθμούς του μεταπολεμικού κινηματογράφου, ταινίες του Βισκόντι, του Τρυφώ, του Σαμπρόλ, του Γκοντάρ, του Ρομέρ, του Τατί, του Χίτσκοκ, του Χιούστον, του Μελβίλ, του Μαρκέρ. Ο κινηματογράφος του χαρίζει διαύγεια και, συχνά, του δίνει το κλειδί για την αποκωδικοποίηση των αναπάντητων ερωτημάτων που τον απασχολούν, προσωπικών και επαγγελματικών. 
Ο Πάκο μπορεί να είναι παθιασμένος κινηματογραφόφιλος αλλά δεν παύει να ενδιαφέρεται και για τις άλλες τέχνες, κυρίως για τη λογοτεχνία και τη μουσική, οι οποίες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 συνδέονται στενά με τη νεανική κουλτούρα της αμφισβήτησης. Οι ήρωες της τριλογίας απολαμβάνουν την ανάγνωση του Γυμνού Γεύματος του Ουίλιαμ Σ. Μπάροουζ, της Μητέρας μου του Ζωρζ Μπατάιγ, του Συνδρόμου Πόρτνοϊ του πρωτοεμφανιζόμενου τότε Φίλιπ Ροθ. Πέρα από τους πειραματισμούς με τη λογοτεχνική πρωτοπορία, ο Πάκο, αντανακλώντας τις επιρροές του ίδιου του Αττιά, επιστρέφει συνεχώς στον πιέ-νουάρ Αλμπέρ Καμύ: ξαναδιαβάζει τα έργα του και ψάχνει απαντήσεις στα αποφθέγματά του. Παράλληλα, η λογοτεχνία μετατρέπεται κάποιες φορές σε εργαλείο επίλυσης των αινιγμάτων, τεχνική που χρησιμοποίησαν άλλωστε πριν από τον Αττιά και οι ομότεχνοί του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν και Αντρέα Καμιλέρι. Μάλιστα, στο Μαύρο Αλγέρι, ο Πάκο φτάνει πιο κοντά στην απάντηση των ερωτημάτων του ανατρέχοντας σε ένα από τα ιδρυτικά κείμενα της αστυνομικής λογοτεχνίας, Το Κλεμμένο Γράμμα του Έντγκαρ Άλαν Πόε.
               Η μουσική είναι και εκείνη παρούσα για να δώσει το στίγμα της εποχής: Λέοναρντ Κοέν, Ζακ Μπρελ, Τζόν Κολτρέιν, Κάρλος Πουέμπλα, Πινκ Φλόυντ, φρη τζαζ, και στον αντίποδα ο, αγαπημένος του φίλου του Μωρίς Σουκρούν, Λιλί Λαμπασί, είδωλο της αραβο-ιουδαϊκής μουσικής. Ο Πάκο, ανοιχτός σε νέα ακούσματα, ενημερώνεται για την μουσική επικαιρότητα όχι μόνο από τους φίλους και την ερωμένη του αλλά και από τους εξεγερμένους φοιτητές που ανακρίνει και συμβουλεύεται.

Χωρίς Οικογένεια
Από το έργο ενός ψυχιάτρου-ψυχαναλυτή, όπως είναι ο Μωρίς Αττιά, δεν θα μπορούσε να λείπει η προβληματική της ψυχανάλυσης, η οποία τη δεκαετία του 1960 ήταν πλέον κομμάτι της ποπ κουλτούρας. Τα όνειρα του Πάκο γίνονται αντικείμενο ανάλυσης, η αγοραφοβία εξηγείται λεπτομερώς επιστημονικά, καθώς και το φαινόμενο της διατομής του εγκεφάλου. Στο πρώτο μέρος του Παρίσι Μπλουζ, όταν η Ιρέν βρίσκει καταφύγιο στην ψυχανάλυση, τα αποσπάσματα από τις συνεδρίες της μετατρέπονται σε παράλληλη αφήγηση˙ ο Πάκο αναγκάζεται να υποστεί τη διαδικασία μιας τραγελαφικής αριστερίστικης ψυχαναλυτικής συνεδρίας προκειμένου να ενταχθεί σε μια πολιτική ομάδα του πανεπιστημίου της Βενσέν˙ τέλος, ένα ολόκληρο κεφάλαιο του τρίτου μυθιστορήματος τοποθετείται στο χώρο ενός ψυχιατρείου, με αφηγήτρια μία ασθενή. Ο Αττιά τολμάει να δώσει το λόγο σε πάσχοντες. Δεν πρόκειται μόνο για την ψυχασθενή που μόλις αναφέραμε˙ στο Μαύρο Αλγέρι, μια γυναίκα με άνοια συμβάλλει στην αφήγηση με τον ασυνάρτητό της λόγο.
Η ψυχανάλυση είναι παρούσα με έναν ακόμα τρόπο: μέσω της επίμονης επιστροφής στο πρόβλημα της αναζήτησης του πατέρα και της μητέρας από τους χαρακτήρες, πρώτα απ’ όλους από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή. Ο Πάκο, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα σε ταυτότητες και πατρίδες, καταλήγει ότι η ταυτότητα που περισσότερο του ταιριάζει είναι αυτή του ορφανού παιδιού: «Περισσότερο πιε-νουάρ παρά Ισπανός, ο Πάκο. Περισσότερο Γάλλος παρά κάτοικος της Ιβηρικής. (...) Σε αναζήτηση μητέρας. Σε έλλειψη πατέρα...».[25]
Η αναζήτηση της χαμένης οικογένειας διαπερνά τα έργα: ο Πάκο ψάχνει ποιός ήταν πραγματικά ο πατέρας του και βρίσκεται τελικά αντιμέτωπος με μια αναπάντεχη επιστροφή της μητέρας από την οποία δεν έχει καμία ανάμνηση. Η Ιρέν αποδρά από μια καταπιεστική μητέρα και έναν αδύναμο πατέρα. Η Εύα Πελετιέ στην Κόκκινη Μασσαλία χάνει τον πατέρα που μόλις βρήκε, η Ιζαμπέλ στο Παρίσι Μπλουζ μεγαλώνει με την ενοχή του θανάτου της μητέρας της. Οι χαρακτήρες μοιράζονται τον «φόβο ενός παιδιού χωρίς μάνα».[26] Φαίνεται, ωστόσο, πως, τελικά, επιτυγχάνεται η κάθαρση, τουλάχιστον για το πρωταγωνιστικό ζευγάρι που αποφασίζει να δοκιμάσει να περάσει από την άλλη πλευρά και να δοκιμάσει τη δική του τύχη με το ρόλο του γονέα. Όχι χωρίς αγωνία˙ η Ιρέν, αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο, αναρωτιέται τι μητέρα θα γίνει άραγε η ίδια:
«Απόμακρη, αχόρταγη, στοργική, απορριπτική, υπερβολικά παρούσα, υπερβολικά απούσα, φορτική, αρρωστημένη, καταθλιπτική ή απλώς στο ύψος των προσδοκιών του παιδιού της;».[27]
               Η καταληκτική κάθαρση αλλά και η επίμονη επιστροφή στην προβληματική των οικογενειακών σχέσεων στέκονται ως αποδείξεις στο επιχείρημα ότι η τριλογία του Μωρίς Αττιά μπορεί να διαβαστεί και ως τραγωδία. Ως τέτοια βλέπει την περιπέτεια της ζωής της με τον Πάκο, άλλωστε, η Ιρέν: «Δεν παίζουμε δράμα, τραγωδία παίζουμε, γαμώτο!».[28] Στην πραγματικότητα, στα τρία μυθιστορήματα εκτυλίσσονται παράλληλα συλλογικά και ατομικά δράματα, τα οποία σε κάποια κρίσιμη στιγμή τείνουν να συγκλίνουν. Το δράμα του πολέμου, της εξορίας, της βίας των παρακρατικών ομάδων ξετυλίγεται παράλληλα με τα προσωπικά και οικογενειακά δράματα των χαρακτήρων. Όπως το θέτει εύγλωττα ο Πάκο:
«O κόσμος, προσωπικός ή οικουμενικός, καταρρέει.
Ο δικός μου κατέρρεε σε μικρές, ατομικές δόσεις μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, με εκρήξεις και σφαγές έξω απ’ αυτό.»[29]
Με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας συνδυάζει έντεχνα στην αφήγησή του τη μυθοπλασία με πραγματικά ιστορικά στοιχεία και γεγονότα που τον ενδιαφέρουν. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το συναντάμε στο Μαύρο Αλγέρι. Πρόκειται για ένα πραγματικό γεγονός του πολέμου της Αλγερίας: στο Αλγέρι στις 26 Μαρτίου 1962, κατά τη διάρκεια διαδήλωσης  και μετά από ριπές πολυβόλου από ένα μπαλκόνι, σκοτώνονται 66 πολίτες και τραυματίζονται 200. Η ιστορική σκηνή εκτυλίσσεται παράλληλα με την αιματηρή λύση της έρευνας του Πάκο. Ο Αττιά αφήνει να εννοηθεί ότι ο ίδιος μυθιστορηματικός του ήρωας, με τους πυροβολισμούς του, προκάλεσε τη σφαγή.
               Διάβάζοντας την τριλογία είναι δύσκολο να μην ανιχνεύσει κανείς τα ίχνη της παράδοσης του αμερικάνικου hard boiled μυθιστορήματος των αρχών του εικοστού αιώνα. Όπως ο Φίλιπ Μάρλοου και ο Σαμ Σπέιντ, ο Πάκο Μαρτίνεθ γίνεται πρωταγωνιστής της υπόθεσης που ερευνά, μπλέκει με ύποπτες και αινιγματικές γυναίκες, βρίσκεται στη μέση πυροβολισμών και αιματοκυλισμάτων. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια ορθόδοξη εκδοχή του hard-boiled. Όπως και για τον Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, τον πατέρα του Μεσογειακού Νουάρ, για τον Αττιά το έγκλημα είναι ένα ακόμα στοιχείο των πολυδιάστατων έργων του˙ επωφελείται από τα κύρια μοτίβα του hard boiled που εξυπηρετούν το στόχο του να «κατασκευάσει ένα φανταστικό λογοτεχνικό ταξίδι στο κοινωνικοπολιτικό, πολιτιστικό, αισθητικό και ηθικό τοπίο».[30] Αν ο Μονταλμπάν, γράφοντας τη σειρά του Πέπε Καρβάλιο, πειραματίστηκε με μια δημοφιλή φόρμα για να γράψει ένα μυθιστορηματικό χρονικό της ισπανικής κοινωνίας από το 1974 και μετά,[31] ο Μωρίς Αττιά ακολουθεί την ίδια συνταγή για την Αλγερία και τη Γαλλία της δεκαετίας του 1960. Και, για άλλη μια φορά, η συνταγή φαίνεται να πετυχαίνει.
Ελένη Παπαγεωργίου
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο The Books' Journal, τεύχος 8, Ιούνιος 2011.)



[1]Ο όρος Μεσογειακό Νουάρ (Mediterranean Noir) χρησιμοποιείται στην διεθνή βιβλιογραφία για κάποια από τα αστυνομικά μυθιστορήματα που δημοσίευσαν από το 1974 και μετά συγγραφείς των χωρών που βρέχονται από τη Μεσόγειο. Πρωτεργάτης θεωρείται ο Καταλανός Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν. Κάποιοι άλλοι εκπρόσωποι είναι ο Σικελός Αντρέα Καμιλλέρι, ο Έλληνας Πέτρος Μάρκαρης, ο Γάλλος Ζαν Κλωντ Ιζζό.
[2]Attia, Maurice. Το Μαύρο Αλγέρι. Μετάφραση: Μαρία Μηλολιδάκη. Αθήνα: Πόλις, 2008, σ. 9
[3]Έτσι, pieds noir, αποκαλούνταν οι Γάλλοι της Αλγερίας μετά το 1955, όταν ξεκίνησε η επιστροφή τους στη μητροπολιτική Γαλλία.
[4]Attia, Maurice. Η Kόκκινη Μασσαλία. Μετάφραση: Μαρία Μηλολιδάκη. Αθήνα: Πόλις, 2009, σ. 448
[5]OAS (Οργάνωση Μυστικός Στρατός): παράνομη εξτρεμιστική οργάνωση υπέρ της Γαλλικής Αλγερίας και κατά της ανεξαρτησίας της χώρας.
[6]«Όχι, δεν ήμουν [με τον Ντε Γκωλ], ούτε με το, ούτε με την, ούτε με κανέναν. Αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημά μου. Δεν ήμουν με κανέναν, σε μια χώρα όπου έπρεπε να διαλέξω στρατόπεδο.» (Το Μαύρο Αλγέρι, σ. 140)
[7]Attia, Maurice. Το Μαύρο Αλγέρι. ό.π., σ. 27
[8]Αναφορά στον Lee Horsley στο Edmund J Smyth. “Marseille Noir: Jean-Claude Izzo and the Mediterranean Detective”. Romance Studies 25/2 (2007): 116. Όλες οι μεταφράσεις των ανέκδοτων στα ελληνικά έργων είναι της γράφουσας.
[9]Attia, Maurice. Το Μαύρο Αλγέρι. ό.π., σ. 210
[10]Attia, Maurice. Παρίσι Μπλουζ. Μετάφραση: Ρίτα Κολαϊτη. Αθήνα: Πόλις, 2010, σ. 59
[11] Τίτλος τραγουδιού του Jacques Brel που αγαπάνε πολύ ο Πάκο και η Ιρέν.
[12]Attia, Maurice. Το Μαύρο Αλγέρι. ό.π., σ. 33
[13]ό.π., σ. 53
[14]Attia, Maurice. Παρίσι Μπλουζ.  ό.π., σ. 39
[15]Attia, Maurice. Το Μαύρο Αλγέρι. ό.π., σ. 196
[16]Attia, Maurice. Η Kόκκινη Μασσαλία. ό.π., σ. 14
[17]ό.π., σ. 530
[18]Attia, Maurice. Παρίσι Μπλουζ. ό.π., σ. 171
[19]ό.π., σ. 273
[20]ό.π., σ. 273
[21] Στα ελληνικά κυκλοφορούν με τους τίτλους Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας (1999), Το Τσούρμο (2000) και Soléa (2000), από τις Εκδόσεις Πόλις.
[22]Ferniot, Christine. Portait: Jean-Claude Izzo”. Συνέντευξη με τον Ζαν- Κλοντ Ιζζό. Lire 01/07/1998
[23]Attia, Maurice. Το Μαύρο Αλγέρι. ό.π., σ. 115
[24]ό.π., σ. 47
[25]Attia, Maurice. Παρίσι Μπλουζ. ό.π., σ. 273
[26]ό.π., σ. 158
[27]ό.π., σ. 284
[28]Attia, Maurice. Το Μαύρο Αλγέρι. ό.π., σ. 174
[29]ό.π., σ. 248
[30]Bayó Belenguer, Susana. “Popular Collage in the Carvalho Series of Manuel Vázquez Montalbán”. Reading the Popular in Contemporary Spanish Texts. Ed. by Shelley Godsland and Nickianne Moody. Newark: University of Dalaware Press, 2004, σ. 31
[31]Colmeiro, José F. La novela policiaca española. Teoría e historia crítica. Barcelona: Anthropos, 1994, σ. 183